Για να εξηγούμαστε και να μην παρεξηγούμαστε, ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Όταν αναφερόμαστε στην ανάγκη χάραξης μιας συντεταγμένης αποτρεπτικής στρατηγικής έναντι της Τουρκίας, δεν εννοούμε ότι ο (εκάστοτε) Έλληνας πρωθυπουργός ή Α/ΓΕΕΘΑ ή οποιοσδήποτε πρέπει να πάρει ένα άσπρο άλογο και να πάει να προσευχηθεί στην Αγια-Σοφιά. Όταν θίγουμε την έννοια του εθνικού συμφέροντος και την υποχρέωση προάσπισής του δεν αντιστρατευόμαστε την ευχάριστη διάθεση κάποιων να χορεύουν ζεϊμπέκικα και να γίνονται κουμπάροι με τον κάθε επίδοξο ηγεμόνα της περιφέρειας.
Όσο ζούμε σε έναν πλανήτη εθνών-κρατών υπάρχει εθνικό συμφέρον, όπως και όσο η οικονομία μας οργανώνεται καπιταλιστικά, υπάρχουν εταιρικά συμφέροντα.
Η συζήτηση δεν αφορά τι μας αρέσει και αν μας αρέσει. Αυτή είναι η πραγματικότητα με την οποία οφείλουμε να εναρμονιστούμε αν θέλουμε να επιβιώσουμε εξασφαλίζοντας την ευημερία των πολιτών. Όταν δε αναφερόμαστε σε «επιβίωση» δεν πρόκειται απλώς για κρατοκεντρική ανάλυση στο πλαίσιο της θεωρίας, αλλά για μια σκοποθεσία ευρύτερων προεκτάσεων, μιας και η εθνική επιβίωση και διασφάλιση της ετερότητας στο σύγχρονο διεθνές σύστημα συνδέεται άρρηκτα με την ύπαρξη κράτους.
Όπως έλεγε ο Παναγιώτης Κονδύλης, «Δε θα στενοχωριόμουν καθόλου αν με τη συναίνεση όλων καταλύονταν τα εθνικά σύνορα και οι εθνικοί στρατοί. Όμως είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα η κατάργηση ενός εθνικού κράτους μαζί με όλα τα άλλα και η διάλυση ή ο ακρωτηριασμός του γιατί ένα γειτονικό κράτος είναι ισχυρότερο και επιθετικότερο».
Φορέας και προστάτης του εθνικού συμφέροντος είναι αποκλειστικά το κράτος, και προς τούτο το βεληνεκές της δράσης του είναι συνυφασμένο με ό,τι εμπίπτει στο φάσμα της ευημερίας των πολιτών. Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν υπάρχουν και ιδεολογίες στην πολιτική σκέψη περί του διεθνούς γίγνεσθαι – μοναδικό πρόταγμα είναι το εθνικό συμφέρον και εξυπηρετείται με κάθε ορθολογικό και συγκροτημένο τρόπο, ενώ διαβαθμίζεται μεταξύ έσχατων, ζωτικών, μείζονων και δευτερογενών συμφερόντων.
Τα δευτερογενή συμφέροντα αναφέρονται στις δραστηριότητες των ιδιωτών στο εξωτερικό, όπως, για παράδειγμα, εκείνα των εταιρικών επενδυτικών σχημάτων.
Αφορούν την προστασία των Ελλήνων και των κεφαλαίων τους όπου γης. Θεωρητική συζήτηση και περιορισμένη στην ακαδημαϊκή σφαίρα; Κάθε άλλο… Ο θαυμαστός κόσμος της εν Ελλάδι επικαιρότητας δίνει τροφή, και προφανώς δεν αναφέρομαι στις εξελίξεις με την αλβανική κυβέρνηση και την ελληνική μειονότητα στη Βόρειο Ήπειρο, μιας η προστασία των δικαιωμάτων της είναι πολύ παραπάνω από ένα δευτερογενές συμφέρον.
Λόγος καταγραφής των ανωτέρω είναι όσα διαδραματίζονται με αφορμή την ανάληψη έργου εκ μέρους της ΣΤΑΣΥ στο Ισραήλ. Η εταιρεία «Σταθερές Συγκοινωνίες», η οποία παρεμπιπτόντως είναι κρατική, γεγονός που αναβαθμίζει την περίπτωση στην κλίμακα των συμφερόντων, διεκδικεί το έργο της κατασκευής, λειτουργίας και συντήρησης της νέας γραμμής τραμ και την επέκταση της υπάρχουσας στην Ιερουσαλήμ, συνολικού προϋπολογισμού 2 δισ. ευρώ. Πριν ολοκληρωθεί η β΄ φάση του διαγωνισμού, βουλευτές του ελληνικού Κοινοβουλίου κατέθεσαν ερώτηση καταγγέλλοντας τη συμμετοχή της ΣΤΑΣΥ, καθώς η γραμμή σχεδιάζεται να διέλθει περιοχές των Παλαιστινίων.
Για ποια δευτερογενή συμφέροντα και ποια τυπολογία στρατηγικής θεωρίας μιλάμε, όταν δεν υποβοηθούμε καν την προώθησή τους στο εξωτερικό; Δεν αναφερόμαστε σε ανάληψη κόστους για την προστασία των εν λόγω συμφερόντων, αλλά στην απροθυμία μας έστω να αδράξουμε ευκαιρίες οι οποίες μας δίνονται στο πιάτο, στο όνομα μιας ιδεοληπτικής στάσης και αδυναμίας αντίληψης του εθνικού συμφέροντος, ακόμη και ως έννοια και «αξία».
Ο Χρήστος Γιανναράς αναφέρει συχνά στις συνεντεύξεις του ότι απεχθάνεται τον όρο «αξία» και προτιμά εκείνον της «ανάγκης», καθώς αυτός διαμορφώνεται από την ίδια την πραγματικότητα, ενώ ο πρώτος ορίζεται υποκειμενικά. Το εθνικό συμφέρον, λοιπόν, είναι μια ανάγκη υπό το πρίσμα του αγώνα για επιβίωση. Αν δεν αποκτήσει η ελληνική οικονομία εξωστρέφεια και αν η χώρα δεν συμπράξει με ισχυρούς εταίρους, ας είμαστε βέβαιοι ότι η διαπάλη με τους εχθρούς μας δεν θα λήξει απλώς εις βάρος μας, αλλά και αμαχητί.