Συχνά εμφανίζονται επιστημονικές μελέτες που ισχυρίζονται ότι βρίσκουν διαφορές ανάμεσα στον «γυναικείο» και στον «ανδρικό» εγκέφαλο ή ότι ο εγκέφαλος είναι «unisex» και πως οι όποιες νευροβιολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών είναι δευτερεύουσας σημασίας. Μια τέτοια παθιασμένη απομυθοποίηση επιχειρεί το νέο βιβλίο «Ο έμφυλος εγκέφαλος: Η νέα νευροεπιστήμη που διαλύει τον μύθο του γυναικείου εγκεφάλου» (εκδ. The Bodley Hand, 2019) της καθηγήτριας του βρετανικού Πανεπιστημίου Άστον του Μπέρμιγχαμ Τζίνα Ρίπον, που ειδικεύεται στη γνωσιακή νευροεπιστήμη.
Το βασικό μήνυμά της, που το παρουσίασε και με άρθρο της στη βρετανική Telegraph, είναι ότι «ένας έμφυλος κόσμος θα παράγει έναν έμφυλο εγκέφαλο».
Κινούμενη στο ίδιο μήκος κύματος με δύο προηγούμενα βιβλία, της Κορντίλια Φάιν («Αυταπάτες του Φύλου», 2010) και της Άντζελα Σαΐνη («Κατώτερη», 2017), η Ρίπον θέτει ως στόχο να ξεριζώσει τον νευροσεξισμό. Το βιβλίο ξεκινά με τον Γάλλο κοινωνικό ψυχολόγο Γκιστάβ Λε Μπον, ο οποίος το 1895 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν τις κατώτερες μορφές της ανθρώπινης εξέλιξης και… είναι πιο κοντά στα παιδιά και στους άγριους, παρά στον ενήλικο πολιτισμένο άνδρα». Και καταλήγει με το «μανιφέστο» του συντηρητικού μηχανικού της Google Τζέιμς Ντέιμορ, ο οποίος το 2017 υποστήριξε πως «είναι βιολογικές οι αιτίες» που υπάρχει έλλειψη γυναικών στον κόσμο της τεχνολογίας και γενικότερα σε ηγετικές θέσεις.
Η Ρίπον επισημαίνει ότι στην εποχή μας τα επιχειρήματα για την «κατωτερότητα» των γυναικών κρύβονται πίσω από την αναζήτηση επιστημονικών αποδείξεων για την υποτιθέμενη διαφορετικότητα του γυναικείου εγκεφάλου και με ποιον τρόπο αυτός είναι συμπληρωματικός του ανδρικού. Έτσι, πλέον απλώς λέγεται ότι είναι διαφορετικές, επειδή ο γυναικείος εγκέφαλος είναι νευρωνικά «καλωδιωμένος» έτσι, ώστε να ευνοεί την έκφραση συναισθημάτων, την ενσυναίσθηση, τη συμπόνια και τη διαίσθηση. Από την άλλη, η «καλωδίωση» του ανδρικού εγκεφάλου ευνοεί τον ορθολογισμό και την πρακτική δράση.
Κατά καιρούς εμφανίζονται έρευνες, συνήθως με λειτουργική μαγνητική απεικόνιση (fMRI), που δείχνουν ότι άνδρες και γυναίκες έχουν διαφορές στις διασυνδέσεις των νευρώνων τους. Χαρακτηριστική είναι μια μελέτη του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια του 2014, σύμφωνα με την οποία στον γυναικείο εγκέφαλο οι νευρωνικές «καλωδιώσεις» είναι κυρίως ανάμεσα στα δύο ημισφαίρια, ενώ στον ανδρικό κυρίως στο εσωτερικό κάθε ημισφαιρίου.
Η Ρίπον επισημαίνει πως τέτοιου είδους έρευνες, τις οποίες χαρακτηρίζει «νευροσκουπίδια», παραλείπουν ότι η συντριπτική πλειονότητα των διασυνδέσεων ανάμεσα στα εγκεφαλικά κύτταρα είναι όμοια και στα δύο φύλα. Οι σύγχρονοι νευροεπιστήμονες δεν έχουν εντοπίσει ουσιαστικές εγκεφαλικές διαφορές. Υπάρχουν ορισμένες διαφορές, αλλά όχι τέτοιες ώστε ο ανδρικός και ο γυναικείος εγκέφαλος να θεωρηθούν πραγματικά διαφορετικοί.
Αντίθετα, όπως λέει, δεν υπάρχει τίποτε στον εγκέφαλο που να το έχουν όλοι οι άνδρες, αλλά να μην το έχουν όλες οι γυναίκες.
Αν όμως είναι αλήθεια πως δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές στον εγκέφαλο των δύο φύλων, τότε πώς εξηγούνται οι υπαρκτές διαφορές συμπεριφοράς και ενδιαφερόντων ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες; Η Ρίπον επιμένει ότι η αιτία είναι η ισχυρή επίδραση που έχει ο έμφυλος κόσμος στον εγκέφαλο. Όπως λέει, ενώ στα νεογέννητα ο εγκέφαλος εμφανίζει ελάχιστες διαφορές ανάμεσα στα αγόρια και στα κορίτσια, στη συνέχεια ο εγκέφαλος λειτουργεί σαν «σφουγγάρι», που απορροφά όλα τα κοινωνικά στερεότυπα (π.χ. μπλε για το αγόρι και ροζ για το κορίτσι).
Όπως υποστηρίζει, με αυτή τη λογική εξηγείται γιατί τελικά δυσκολεύονται οι γυναίκες να σταδιοδρομήσουν στο πεδίο της επιστήμης-τεχνολογίας και να αναλάβουν ηγετικές θέσεις σε εταιρείες και οργανισμούς. Ένα ταλαντούχο αγόρι θεωρείται κάτι σαν «μεγαλοφυΐα εκ γενετής», ενώ ένα εξίσου ταλαντούχο κορίτσι συνήθως ως «δουλευταρού» -μία διάκριση που συνήθως συνοδεύει τα δύο φύλα έως προχωρημένη ηλικία.
Κάπως έτσι, κατά τη Ρίπον, μέσα από μια ανατροφοδοτούμενη διαδικασία διαφορετικών προσδοκιών, αυτοπεποίθησης και διάθεσης για ανάληψη κινδύνων, άνδρες και γυναίκες ακολουθούν διαφορετικές πορείες ζωής, κάτι που αντανακλάται και στον εγκέφαλό τους. Εν κατακλείδι, ο εγκέφαλος δεν είναι πιο έμφυλος από ό,τι άλλα όργανα του σώματος, όπως η καρδιά ή οι νεφροί. Όμως οι άνθρωποι, επειδή αναγκάζονται μετά τη γέννησή τους να φοράνε ένα «βιοκοινωνικό κοστούμι», καταλήγουν να μετατρέπουν έναν κατά βάση άφυλο αλλά πολύ εύπλαστο εγκέφαλο, σε έναν έμφυλο.
Ο αντίλογος
Αρκετοί νευροεπιστήμονες θεωρούν ακραία τη θέση της Ρίπον, επειδή ουσιαστικά αρνείται στη νευροβιολογία κάθε ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση των διαφορών στον εγκέφαλο των δύο φύλων. Εκείνη αντιτείνει ότι δεν αρνείται τον ρόλο της βιολογίας, αλλά επιμένει ότι μερικοί συνάδελφοί της «φουσκώνουν» τη βιολογική επίδραση, ενώ η ίδια επιμένει ότι οι διαφορετικές κοινωνικές εμπειρίες των δύο φύλων είναι αυτές που εξηγούν κυρίως τις αλλαγές στον εγκέφαλο μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Ανάμεσα στα πιο γνωστά διεθνώς βιβλία που αναδεικνύουν τις εγκεφαλικές διαφορές ανδρών-γυναικών, είναι τα «Γιατί οι άνδρες δεν ακούνε και οι γυναίκες δεν μπορούν να διαβάσουν χάρτες: Πώς είμαστε διαφορετικοί» (2004) των Άλαν και Μπάρμπαρα Πίιζ, «Φύλο του εγκεφάλου: Η πραγματική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών» (2015) των Αν Μόιρ και Ντέιβιντ Τζέσελ, «Ο θηλυκός εγκέφαλος» (2006) και «Ο ανδρικός εγκέφαλος» (2010) της Λουάν Μπριζεντίν και «Η ουσιώδης διαφορά: Άνδρες, γυναίκες και ο ακραίος αρσενικός εγκέφαλος» (2004) του Σάιμον Μπάρον-Κόεν.
Ο τελευταίος, διακεκριμένος καθηγητής αναπτυξιακής ψυχοπαθολογίας του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, από τους γνωστότερους ειδικούς σε θέματα αυτισμού διεθνώς, άσκησε έντονη κριτική στο τελευταίο βιβλίο της Ρίπον. Με πρόσφατο άρθρο του στους Times του Λονδίνου, την κατηγορεί πως η βασική θέση της -ότι δεν υπάρχουν εγγενείς διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα- είναι ακραία.
Σύμφωνα με τον Μπάρον-Κόεν, η Ρίπον σκιαμαχεί, αφού κανένας σοβαρός επιστήμονας δεν υποστηρίζει ότι υπάρχει κάτι στον ανδρικό εγκέφαλο που λείπει τελείως στον γυναικείο ή το αντίστροφο.
Αναφέρει δε ότι συγκρίνοντας πολλούς ανδρικούς με πολλούς γυναικείους εγκεφάλους, τότε είναι σαφές ότι ο μέσος ανδρικός εγκέφαλος εμφανίζει διαφορές από τον μέσο γυναικείο. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με το ύψος: Υπάρχουν ψηλές γυναίκες και κοντοί άνδρες, αλλά οι άνδρες είναι κατά μέσο όρο μερικά εκατοστά ψηλότεροι από τις γυναίκες.
Ο Σάιμον Μπάρον-Κόεν αρνείται το κεντρικό επιχείρημα περί νευροσεξισμού, ότι δηλαδή οι εγκέφαλοι των δύο φύλων είναι ουσιαστικά ίδιοι κατά τη γέννηση, αλλά αλλάζουν αργότερα, καθώς εκτίθενται σε σεξιστικά στερεότυπα, άρα η βιολογία παίζει μηδαμινό ρόλο. Τονίζει δε ότι, όπως έδειξε έρευνα νευροαπεικόνισης σε 5.216 ενηλίκους το 2018, ο μέσος ανδρικός εγκέφαλος είναι μεγαλύτερος σε συνολικό όγκο, σε όγκο φαιάς ουσίας και σε όγκο λευκής ουσίας.
Διαφορές όγκου ανάμεσα στα δύο φύλα υπάρχουν σε ζωτικές περιοχές όπως ο ιππόκαμπος και η αμυγδαλή, αν και ο ίδιος παραδέχεται το επιχείρημα της Ρίπον ότι αυτές μπορεί να έχουν προκληθεί από τη διαβίωση σε ένα έμφυλο περιβάλλον, που επιδρά διαφορετικά στον εγκέφαλο. Επίσης, παραθέτει παλαιότερη μελέτη του 1997, μετά από νεκροψία σε 94 εγκεφάλους, η οποία είχε βρει ότι οι άνδρες έχουν κατά μέσο όρο 16% περισσότερους νευρώνες στον εγκεφαλικό φλοιό τους (22,8 δισ. έναντι 19,3 δισ. στις γυναίκες), κάτι που όμως πάλι θα μπορούσε να αποδοθεί στην επίδραση της κουλτούρας και όχι στη νευροβιολογία.
- Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ / Παύλος Δρακόπουλος.