Το απόφθεγμα του τίτλου ανήκει στον Μάο Τσετούνγκ και αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό τη σημασία της έννοιας της ισχύος στις διεθνείς σχέσεις, καθώς αυτή αφορά την ικανότητα των δρώντων να διαμορφώνουν τη στρατηγική συμπεριφορά άλλων αντίστοιχων δρώντων. Πρόκειται για την κατάσταση των ανθρωπίνων πραγμάτων, η οποία ώθησε τον Θουκυδίδη πριν από 2.500 χρόνια να συμπεράνει: «Ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του το επιβάλλει η αδυναμία του».
Ο λόγος είναι πασιφανής και σχετίζεται με το άναρχο διεθνές σύστημα.
Σε αντίθεση με το ενδοκρατικό επίπεδο, όπου υπάρχει η τυπική ιεράρχηση και η λογοδοσία, στη διεθνή πολιτική απουσιάζει η ρυθμιστική αρχή, εκείνη η οποία θα εναρμονίσει συμφέροντα, θα τιμωρήσει παραβατικές συμπεριφορές και θα επιβληθεί στις βουλήσεις των επιμέρους δρώντων. Σε αυτό το πλαίσιο, η ισχύς είναι ό,τι το νόμισμα στην οικονομία, δηλαδή το μέσο εξασφάλισης της επιβίωσης και κατοχύρωσης κάθε δικαιώματος – μείζονος εθνικού, ζωτικού, κυριαρχικού ή δευτερεύοντος.
Όπως μας πληροφόρησε ο Μακιαβέλι πριν από αρκετούς αιώνες, «Με μεγαλύτερη δυσκολία μπορεί να υποδουλωθεί μια εξοπλισμένη με δικά της στρατεύματα δημοκρατία από έναν πολίτη της παρά μια εξοπλισμένη με ξένα στρατεύματα. Για πολλούς αιώνες η Ρώμη και η Σπάρτη υπήρξαν εξοπλισμένες και ελεύθερες».
Η ισχύς επιζητείται από κάθε δρώντα, και όταν τελικώς αποκτάται, τότε προκαλεί το φόβο επειδή ακριβώς ο ανίσχυρος αισθάνεται πλέον απροστάτευτος και μη «κατοχυρωμένος». Ουδείς τού διασφαλίζει ότι ο ισχυρός δεν θα χρησιμοποιήσει το πλεονέκτημά του εις βάρος του μειονεκτούντος μέρους. Και πάλι Θουκυδίδης: «Η πραγματική αλλά ανομολόγητη αιτία [του πολέμου] ήταν, καθώς νομίζω, το ότι η μεγάλη ανάπτυξη της Αθήνας φόβισε τους Λακεδαιμονίους και τους ανάγκασε να πολεμήσουν».
Με άλλα («σύγχρονης επιστήμης») λόγια: Άνιση ανάπτυξη.
Η άνιση ανάπτυξη, δηλαδή ο φόβος που προκαλεί η ισχυροποίηση του αντιπάλου, συνιστά ένα από τα δύο κύρια αίτια πολέμου, ο οποίος καθίσταται τρόπον τινά προληπτικός υπό την παραπάνω έννοια. Το άλλο κύριο αίτιο πολέμου είναι ο ηγεμονισμός, ο οποίος σχετίζεται επίσης με την προσπάθεια πρόσκτησης ισχύος. Το ηγεμονικό κράτος επιδιώκει τη διεθνή αλλαγή με στόχο τον έλεγχο της ισορροπίας ισχύος, και εντέλει την ανακατανομή της προς όφελός του.
Συνεπώς, διόλου τυχαία είναι η αποστολή της γεωπολιτικής ως «η γεωγραφική αναλυτική μέθοδος που ασχολείται με τη μελέτη και την καταγραφή της κατανομής της ισχύος και του ελέγχου των σφαιρών επιρροής στον πλανήτη». Ο ορισμός ανήκει στον καθηγητή Ιωάννη Μάζη και έρχεται να οριοθετήσει την ενασχόλησή μας με την περιγραφή και την ανάλυση του διεθνούς γίγνεσθαι υπό όρους ισχύος, καθώς αυτή άλλωστε υπέχει θέση διαμορφωτικής συνιστώσας των συσχετισμών μεταξύ των πάσης φύσεως συλλογικοτήτων επί πλανητικού εύρους. Η ανάγνωση και διάγνωση της κατανομής ισχύος απαιτεί μεθοδολογικά εργαλεία τα οποία να συμμερίζονται την αδιάψευστη οντολογία των διεθνών σχέσεων συνάδουσα με την έννοια της ισχύος.
Η ισχύς αποτελεί σκοπό ή μέσο; Η οικονομική ισχύς εκτυλίσσεται αποκλειστικά υποστηρικτικά προς τη στρατιωτική, ήτοι σε λανθάνουσα κατάσταση, ή δύναται να λειτουργήσει ως καθ’ εαυτό στρατηγικό εργαλείο; Η συστημική γεωπολιτική απαντά στις εν λόγω αντιφάσεις εισάγοντας πυλώνες, με έναν εξ αυτών να είναι ο οικονομικός, ενώ επί τη βάσει του σκοπού εκτύλιξης της επιστημονικής προσέγγισης, διευκρινίζεται ότι η (ανα)κατανομή της ισχύος ορίζει τις θέσεις και τους ρόλους των δρώντων.
Οι τέσσερις πυλώνες (άμυνα/ασφάλεια, οικονομία, πολιτική, πολιτισμός) καλύπτουν τόσο την προβληματική της σκληρής ισχύος (οι δύο πρώτοι), όσο και εκείνη της ήπιας (οι έτεροι δύο).
Συνεπώς, η ισχύς αναγιγνώσκεται με άξονα τη συμπεριφορά των συλλογικοτήτων, προσδιορίζοντας αυτήν και θέτοντας τα όρια αυτής της συμπεριφοράς. Όπως γράφει ο Παναγιώτης Κονδύλης, «δεν είναι απλώς ένα, καθ’ εαυτό νεκρό, εργαλείο στα χέρια ενός προσωπικού Θεού ή μιας προσωποποιημένης Ιστορίας. Αποτελεί την ίδια την ουσία του Όντος, η οποία δεν υφίσταται απλώς, αδρανής και ακίνητη, παρά συνίσταται σε μια αυτοεκδίπλωση προωθούμενη από τη δική της πρωτογενή ισχύ».