Η ευλογημένη ελληνική γλώσσα είναι ακαταμάχητο εργαλείο διανόησης κι επιστημονικής σκέψης. Αρκεί, βέβαια, να εμβαθύνουμε στο νόημα της κάθε λέξης. Χρειάζεται κανείς να είναι λεπτολόγος∙ αλλιώς οι καημένες οι λέξεις γίνονται σάπιες ντομάτες, αυγά κλούβια που εκσφενδονίζονται αδιάκριτα δεξιά κι αριστερά.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη «καινοτομία».
Τα τελευταία χρόνια βλέπω εφιάλτες με μερικές λέξεις. Στον έναν, λέει, έχω πέσει σε μια χαράδρα μέσα στη ζούγκλα. Κι όπως είμαι παγιδευμένος και δεν μπορώ να ξεφύγω, μ’ έχουν κυκλώσει εκατομμύρια παπαγάλοι που δεν σκούζουν τίποτε άλλο παρά «καινοτομία». Σ’ έναν άλλο, είμαι δεσμώτης σ’ ένα κελί σκοτεινό κι άβολο. Ένας προβολέας χτυπά στα μάτια μου κι από τα μεγάφωνα ακούγεται ασταμάτητα, ολημερίς κι ολονυχτίς, η λέξη «καινοτομία».
Όσο καταλαβαίνουν οι παπαγάλοι, άλλο τόσο καταλαβαίνουν δυστυχώς και μερικοί επιστήμονες το νόημα αυτής της λέξης που πάει να χαλάσει διά της αμετροεπούς, στείρας και εν πολλοίς ανοίκειας χρήσης της. Κρίμα, γιατί αυτή η λέξη που είναι εμβληματική γι’ αυτό που ονομάζεται πρόοδος, διδάσκει από μόνη της πολλά πράγματα. Ενέχει σοφία κι επιστημοσύνη.
Καινοτομώ στην ουσία σημαίνει «κάνω μια νέα, μια καινούργια τομή σε κάτι». Την τομή αυτήν, προφανώς, την κάνουν οι άνθρωποι επειδή «του ειδέναι ορέγονται φύσει», καταπώς λέει ο Αριστοτέλης. Δηλαδή, είναι φιλοπερίεργοι κι αρέσκονται από τη φύση τους να γνωρίζουν και να μελετούν το περιβάλλον τους, για να μάθουν απ’ αυτό και να εκμεταλλευτούν αυτήν τη γνώση προς όφελός τους. Επειδή επιδιώκουν να γνωρίζουν (να επίστανται), ως επιστήμονες τέμνουν, για να διερευνήσουν το εσωτερικό ενός σώματος (ή και μεταφορικά ενός ζητήματος). Δεν ικανοποιούνται εξετάζοντας την επιφάνειά του και μόνο. Δεν αρκούνται στο να μελετούν τα πράγματα επιφανειακά.
Είναι θέμα γεωμετρίας. Κάνοντας μια τομή μελετάς το εσωτερικό ενός σώματος∙ όμως και πάλι όχι καθ’ ολοκληρίαν, αλλά στο επίπεδο της τομής που έκανες.
Κάποιος που θα κάνει μια τομή με διαφορετική γωνία, μπορεί να δει –να ανακαλύψει– και άλλα πράγματα. Γι’ αυτό λέμε ότι «αυτός καινοτόμησε». Ετυμολογώντας τη λέξη «καινοτομώ» αντιλαμβανόμαστε κάπως καλύτερα, πιο ουσιαστικά, τη διαδικασία της επιστημονικής προόδου.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η καθιέρωση του όρου «καινοτομία» υποδηλώνει βαθιά ταπείνωση, η οποία είναι προαπαιτούμενη της επιστημοσύνης. Κι αυτό γιατί ενέχει την παραδοχή ότι ο άνθρωπος διερευνά, αποκαλύπτει, ανακαλύπτει αυτά που προϋπάρχουν. Μορφώνεται και διδάσκεται από τη φύση, αντιλαμβάνεται τους νόμους της, αναλύει τα συστατικά της και συνθέτει από αυτά. Οπωσδήποτε, όμως, δεν δημιουργεί τίποτα «εκ του μη όντος». Μόνον ο Θεός «εκ του μη όντος εις το είναι» τον κόσμο και «ημάς παρήγαγε». Επομένως, ο άνθρωπος που «καινοτομεί» δεν εμφανίζεται αλαζονικά ως δημιουργός. Αντίθετα, υποδηλώνεται ως αυτό που πράγματι είναι: δημιούργημα του Θεού που απολαμβάνει την τιμή και την ελευθερία που του δόθηκε ως κορωνίδα της πλάσης, για να συνδημιουργεί στο μέτρο των δυνατοτήτων του.
Ο όρος «καινοτομία», επιπλέον, εμπεριέχει και έναν σεβασμό στην παράδοση.
Πράγματι, μια τομή χαρακτηρίζεται ως «καινή», ήγουν νέα, πάντοτε σε σχέση με τομές που υφίστανται ως παλαιότερες. Η γνώση που προκύπτει από μια νέα τομή, έχει νόημα κυρίως στη βάση του αθροίσματος των γνώσεων που προήλθαν από τις διερευνητικές τομές που έκαναν οι προηγούμενοι. Διαμορφώνεται, έτσι, η εύλογη νοοτροπία ότι δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος χωρίς την παράδοση.
Βλέπετε πόση πληροφορία και πόση σοφία μπορεί να κρύβει μέσα της μια ελληνική λέξη; Η ελληνική γλώσσα εμπεριέχει τη διαχρονική σοφία των διαμορφωτών της και διδάσκει πάντοτε τους επιστήμονες το πώς να προσεγγίζουν τη δημιουργία νέων επιστημονικών όρων. Επίσης, τους φιλόσοφους το πώς να δημιουργούν τους νεολογισμούς τους.
Αλλά αν είναι η ελληνική γλώσσα δάσκαλος λεπτολογίας στις επιστήμες, τι να πει κανείς για την επιστήμη των επιστημών; Δηλαδή, για την ευλογημένη πίστη μας, την Ορθοδοξία; Θαυμάζει κανείς τη χρήση της ελληνικής στα θεόπνευστα λόγια των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας που, όπως λέμε, ορθοτομούν το λόγο της αληθείας. Εδώ οι λέξεις συγκροτούν τα δόγματα και καταρτίζουν την παράδοση της Εκκλησίας. Γράφει ο υπέρμαχος της πατερικής παράδοσης Ρώσος θεολόγος και διακεκριμένος ακαδημαϊκός π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ (1893-1979): «Τελικά, η παράδοση είναι μία συνέχεια της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία, μία συνέχεια θείας καθοδήγησης και φωτισμού… Το “επόμενοι τοις αγίοις Πατράσιν…” δεν είναι αναφορά σε κάποια αφηρημένη παράδοση, σε τύπους και προτάσεις. Είναι πρωτίστως επίκληση των αγίων μαρτύρων».1
Είναι επικίνδυνη και δυσσεβής η παραφθορά του άρτιου λόγου των Αγίων Πατέρων και της ορθόδοξης παράδοσης.
Δυστυχώς αυτό συμβαίνει και στις μέρες μας. Γι’ αυτό ακούσαμε προχτές, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, το: «Οι Προφήται ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η Οικουμένη ως συμπεφώνηκεν». Επειδή στην περίπτωση της επιστήμης των επιστημών ολόκληρη η Αλήθεια αποκαλύπτεται διάφανη στο πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, η παρεφθαρμένη έννοια της καινοτομίας, ως αποκλίνων από την Πατερική Παράδοση θεολογικός νεωτερισμός, είναι όχι μόνον ανυπόστατη, αλλά δηλητηριώδης και ψυχοβόρα.
_____
1. Π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, «Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς και η Πατερική Παράδοση», στο Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοση, σ. 185, εκδ. Αθ. Αλτιντζή, Θεσσαλονίκη 2018.