Τις τελευταίες μέρες η διεθνής κοινότητα γίνεται μάρτυρας ακόμα μίας σύγκρουσης ανάμεσα σε δύο πυρηνικές δυνάμεις, την Ινδία και το Πακιστάν, με την ανησυχία να αυξάνεται μήπως μια περιπλοκή στις παραδοσιακά τεταμένες σχέσεις ανάμεσα στις δύο αυτές χώρες οδηγήσει ενδεχομένως σε έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Η πρόσφατη αεροπορική επιχείρηση –που φαινομενικά στρεφόταν κατά της ισλαμιστικής τρομοκρατικής οργάνωσης Τζάις-ε-Μοχάμεντ, αλλά για πολλούς αποτελεί απάντηση σε προηγούμενο επεισόδιο στο Κασμίρ–, που στις 14 Φεβρουαρίου στοίχισε τη ζωή σε 46 στρατιωτικούς, δεν είναι η πρώτη και ούτε θα είναι η τελευταία στρατιωτική αντιπαράθεση από το 1947, οπότε οι δύο χώρες χωρίστηκαν χειρουργικά μετά την ανεξαρτησία τους από τη Βρετανία.
Οι πόλεμοι του 1965 και του 1971, και η μικρότερης κλίμακας σύρραξη του 1999, αποδεικνύουν πόσο εύκολο είναι να ανάψει η θρυαλλίδα πάνω από τα Ιμαλάια – ιδίως όσο η περιοχή του Κασμίρ εξακολουθεί να είναι διαφιλονικούμενη.
Η «Γραμμή Ελέγχου» που διαιρεί την περιοχή από το 1947 έχει γίνει αποδεκτή μεν, αλλά ποτέ παραδεκτή από τις δύο χώρες. Αν και η περιοχή κατοικείται στην πλειονότητά της από μουσουλμάνους, δεν ήταν δυνατό να περάσει καθ’ ολοκληρίαν στο Πακιστάν, διότι ήταν η γενέτειρα του μεγάλου Ινδού ηγέτη Παντίτ Νεχρού. Στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης θα πρέπει να προστεθούν και δύο μεγάλα υδραυλικά έργα που έχει προγραμματίσει η Ινδία σε δύο αμοιβαία διαχειριζόμενους ποταμούς στην περιοχή Σενάμπ: το μεγάλο υδροηλεκτρικό φράγμα 1.000 μεγαβάτ Πακάν Ντουν στον ποταμό Μαρουσαντάρ και τον υδροηλεκτρικό σταθμό 48 μεγαβάτ στον ποταμό Κάτω Καλνάλ, που απειλούν την υδρική επάρκεια του Πακιστάν.
Όλοι οι πόλεμοι μεταξύ των δύο χωρών έληξαν με νίκη της Ινδίας, που είναι σαφώς ανώτερη σε στρατιωτικό δυναμικό, μέσα και συχνά ποιότητα των όπλων της. Ακόμη και στο τελευταίο επεισόδιο, τα ινδικά βομβαρδιστικά «ταπείνωσαν» την πακιστανική αεράμυνα καθώς έπληξαν στόχους μέσα στο έδαφός της, πετώντας χωρίς να γίνουν αντιληπτά πάνω από τον εναέριο χώρο του Πακιστάν έως σχεδόν στα σύνορά του με το Αφγανιστάν και μέσα στην Επαρχία των Βορειοδυτικών Συνόρων.
(Φωτ.: EPA / Piyal Adhikary)
Εξαιτίας της εμφανούς στρατιωτικής μειονεξίας τους, οι Πακιστανοί είναι εκείνοι που διαρκώς απειλούν να χρησιμοποιήσουν πρώτοι τα πυρηνικά όπλα και συστηματικά χειραγωγούν τον ισλαμικό εξτρεμισμό, εξοπλίζοντας, χρηματοδοτώντας και εκγυμνάζοντας τρομοκρατικές ομάδες – με την ανοχή της Δύσης και τη σαφή υποστήριξη της Σαουδικής Αραβίας.
Βέβαια, οι προφανείς πληθυσμιακές και θρησκευτικές διαφορές –μουσουλμάνοι ενάντια σε Χιντού– αποτελούν μόνον την προφανή αιτία.
Ο βαθύτερος λόγος για τη μακρόβια τούτη διένεξη είναι ο διαφορετικός ρόλος που διαδραματίζουν οι στρατιωτικοί στο πολιτικό σύστημα εκάστοτε χώρας. Στην Ινδία το σύστημα είναι σαφώς δημοκρατικό και ο ρόλος των στρατιωτικών είναι πλήρως και σταθερά καθορισμένος από το σύνταγμα, ένα από τα πιο μακρά και πλήρη κείμενα στον κόσμο, που ουδέποτε έχει τροποποιηθεί. Απεναντίας, στο Πακιστάν από το θάνατο του ιδρυτή του Άλι Τζινάχ, οι στρατιωτικοί βρίσκονται πάντοτε στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων, ακόμη και όποτε δεν κυβερνούν οι ίδιοι, σε μία χώρα με μακρά και διαιωνιζόμενη ιστορία πραξικοπημάτων.
Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει, επίσης, το ισχυρό εθνικιστικό πνεύμα που κυριαρχεί και στις δύο πλευρές των συνόρων. Πολλοί παρατηρητές σημειώνουν πως τα επεισόδια ανάμεσα στις δύο χώρες έχουν πολλαπλασιαστεί μετά την άνοδο του ινδουιστή εθνικιστή Μαρέντρα Μόντι στο Νέο Δελχί. Μολονότι αμφότερες οι πλευρές διαβεβαιώνουν πως θα διαχειριστούν με νηφαλιότητα και μετριοπάθεια όποια εκατέρωθεν απάντησή τους στο θερμό επεισόδιο, για να αποφευχθεί η κλιμάκωση, ο εθνικισμός πλειοδοτεί, σε επικίνδυνα επίπεδα, στην κοινή γνώμη και τον Τύπο των δύο χωρών. Αντιμέτωπος με μια νέα εκλογική μάχη, ο Μόντι επιδιώκει να αποδείξει πως είναι ο μεγάλος υπέρμαχος της Ινδίας. Όμως στην εθνικιστική αυτή πλειοδοσία τον ακολουθεί και το υπόλοιπο Κογκρέσο της χώρας. Στην προεκλογική εκστρατεία κανείς δεν μπορεί να βρει την παραμικρή διαφορά στα συνθήματα των αντίμαχων παρατάξεων όσον αφορά τη στάση έναντι του Πακιστάν.
Εν μέσω αυτού του σχεδόν πολεμικού κλίματος, το περιθώριο διεθνούς διαιτησίας είναι ισχνό. Αντίθετα από τις δύο υπερδυνάμεις ΗΠΑ και Ρωσία, οι δύο χώρες ουδέποτε προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα σύστημα ελέγχου των πυρηνικών όπλων.
Και στον ορίζοντα δεν υπάρχει κάποιος ισχυρός διαμεσολαβητής, μια υπερδύναμη που να είναι αμοιβαίος σύμμαχος των δύο χωρών. Μολονότι ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ κλίνει προς τον Μόντι για να βρει αντίβαρο στην προτίμηση που έχει αρχίσει να δείχνει η Κίνα προς το Πακιστάν και για εμπορικούς λόγους, το Ισλαμαμπάντ παραμένει ένας ισχυρός σύμμαχος, καθώς ελέγχει την κατεύθυνση της ισλαμικής τρομοκρατίας. Συνεπώς, δεν είναι διαθέσιμος να διαδραματίσει διαμεσολαβητικό ρόλο σε τούτη τη φάση. Με την Κίνα να βρίσκεται εμφανώς στο πλευρό του Πακιστάν, μένει μόνον η Ρωσία, που ενδεχομένως να δει στο τελευταίο επεισόδιο μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να επεκτείνει την επιρροή της και σε αυτήν την περιοχή της Ασίας.
- Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ / Γιώργης-Βύρων Δάβος.