Η Μαρίκα Νίνου ήταν αρμενικής καταγωγής και το πραγματικό της όνομα ήταν Ευαγγελία Αταμιάν. Γεννήθηκε το 1922 πάνω στο βαπόρι «Ευαγγελίστρια» που έφερνε τη μητέρα της, τις δύο αδερφές της και τον οκτάχρονο αδερφό της Μπαρκέβ από τη Σμύρνη στον Πειραιά. Βγήκε από την κοιλιά της μαμάς της μελανιασμένη, και επειδή νόμιζαν ότι δεν θα ζούσε, την απομάκρυναν σε κάποια αποθήκη. Όμως επέζησε, συνήλθε, και αμέσως την βάφτισε ο καπετάνιος της «Ευαγγελίστριας» και γι’ αυτό την είπαν Ευαγγελία.
Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν στην Κοκκινιά, στην οδό Μεγάρων 50.
Στα 7 της η Ευαγγελία Αταμιάν γράφτηκε στο σχολείο του Αρμενικού Κυανού Σταυρού «Ζαβαριάν». Μάλιστα, ο δάσκαλός της την προέτρεψε να μάθει μαντολίνο, το οποίο και έκανε, και τελικά συμμετείχε στην ορχήστρα του σχολείου. Τα φωνητικά της προσόντα φαίνεται ότι τα έδειξε πολύ μικρή, αφού από μαθήτρια του Δημοτικού ακόμη την καλούσαν στην αρμενική εκκλησία Άγιος Ιάκωβος στην Κοκκινιά για να ψάλει στις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας.
Το 1939 παντρεύτηκε τον συμπατριώτη της Χάικ Μεσροπιάν, ο οποίος ήταν κλειδαράς κι είχε ένα μαγαζάκι στην Κοκκινιά. Το 1940 γεννήθηκε ο γιος τους, ο Οβανές, αλλά το ζευγάρι χώρισε και το 1946 ο Μεσροπιάν έφυγε για την Αρμενία. Ήδη όμως το 1944, και μετά το χωρισμό της, η Ευαγγελία είχε γνωρίσει τον ακροβάτη και θιασάρχη Νίκο (Νίνο) Νικολαΐδη. Στην αρχή δούλευε στο ταμείο, αλλά στη συνέχεια έγιναν καλλιτεχνικό ζευγάρι ακροβατικών με το όνομα «Ντούο Νίνο» και έκαναν περιοδείες. Αργότερα παντρεύτηκαν και έγινε Ευαγγελία Νικολαΐδου.
Το όνομα Μαρίκα τής το κόλλησε η μάνα του Νίνο, μια θεατρίνα, γιατί παρέπεμπε στη Μαρίκα Κοτοπούλη. Το επίθετο Νίνου ήρθε από τον Νίνο τον ακροβάτη, και έτσι η Ευαγγελία Αταμιάν έγινε Μαρίκα Νίνου.
Το 1947 μπήκε στο σχήμα κι ο γιος της, ο Οβανές, οπότε μετονομάστηκε σε «Δυόμισι Νίνο». Στις παραστάσεις τους η Μαρίκα έλεγε και κανένα λαϊκό τραγούδι. Κάποτε ήταν καλεσμένοι στο ναύσταθμο της Σαλαμίνας για να κάνουν ακροβατικά. Εκεί κάποια στιγμή ο ναύαρχος, στον οποίο άρεσαν πολύ τα τουρκικά τραγούδια, ζήτησε ν’ ακούσει ένα τέτοιο από τη Νίνου. Εκείνη τραγούδησε διστακτικά ένα τουρκικό τραγούδι που ήξερε από τη μάνα της, ο ναύαρχος ικανοποιήθηκε ιδιαίτερα, αλλά αυτός που ενθουσιάστηκε από τη φωνή της ήταν ο παρευρισκόμενος στην αίθουσα Πέτρος Κυριακός. Αυτός την γνώρισε στον Μανώλη Χιώτη, ο οποίος την πρωτολανσάρισε δισκογραφικά τον Ιούνιο του 1948 με τα τραγούδια του «Ώρες σε κρυφοκοιτάζω» και «Θα σ’ το πω το μυστικό μου».
Τον Οκτώβριο του 1948 ο Στελλάκης Περπινιάδης την πήρε κοντά του ως τραγουδίστρια στο κέντρο «Φλόριδα» του Γ. Μελίτια στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Την είχε συναντήσει στο στούντιο ηχογράφησης όταν δισκογραφούσε τα τραγούδια του Χιώτη. Τον επόμενο μήνα η Νίνου έκανε δίσκο με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, και συγκεκριμένα το τραγούδι «Το ‘φαγες το Παιδί». Το 1949 πρωτοείπε σε δίσκους τραγούδια του Γιώργου Μητσάκη, και τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς δισκογράφησε το «Για τα μάτια π’ αγαπώ», του Βασίλη Τσιτσάνη.
Η Νίνου διέκοψε από τη «Φλόριδα» γιατί θεωρούσε λίγες τις 25 δραχμές που έπαιρνε για μεροκάματο, και όταν τους ζήτησε αύξηση δεν της έδωσαν. Ήταν τυχερή όμως, γιατί τότε ακριβώς αποχώρησε από το σχήμα του Τσιτσάνη στην ταβέρνα του «Τζίμη του Χοντρού» στην οδό Αχαρνών 77 η Σωτηρία Μπέλλου, και η Νίνου πήρε τη θέση της με 90 δραχμές. Με τη Νίνου στου «Τζίμη του Χοντρού», ο Τσιτσάνης έχει πει ότι η ουρά από κόσμο μπροστά στο μαγαζί έφτανε ως τον Άγιο Παντελεήμονα. Αν και η συνεργασία της Νίνου με τον Τσιτσάνη ήταν βραχεία (αφού γινόταν πάντα με διακοπές, λόγω τσακωμών ένεκα χαρακτήρων), έχει περάσει στην ιστορία σαν μαγική και θρυλική. Από τις εμφανίσεις της στην ταβέρνα του «Τζίμη του Χοντρού» κυκλοφόρησε το 1977 σε δίσκο μια ηχογράφηση η οποία έγινε εκεί με μαγνητόφωνο το 1955, από κάποιον ερασιτέχνη. Στο σημείωμα του εξωφύλλου του δίσκου αυτού υπάρχει πλήθος ανακριβειών για τη ζωή της ενώ αποκρύπτεται και η αρμενική καταγωγή της.
Τον Οκτώβριο του 1951 έκανε κάποιες εμφανίσεις στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον Τσιτσάνη και την Ευαγγελία Μαργαρώνη στο κέντρο «Καζαμπλάνκα», στο οποίο και αποθεώθηκαν. Η αμοιβή τους ήταν τρεις χρυσές λίρες ο Τσιτσάνης, δύο λίρες η Νίνου και μία η Μαργαρώνη. Με ό,τι μάζεψε στην Κωνσταντινούπολη ξεκίνησε να χτίσει στο Αιγάλεω το σπίτι της.
Η Μαρίκα Νίνου τραγούδησε με επιτυχία και κάποια από τα ονομαζόμενα αρχοντορεμπέτικα, τα οποία μεταμόρφωσε με τη φωνή της και τα έκανε ν’ ακούγονται ρεμπέτικα, κι έτσι τα πέρασε και σε άλλα κοινωνικά στρώματα.
Το 1954 ανακάλυψε ότι έπασχε από καρκίνο της μήτρας. Τότε αποφάσισε να πάει στις Ηνωμένες Πολιτείες για δύο κυρίως λόγους: Ο πρώτος λόγος ήταν να τραγουδήσει και να μπορέσει έτσι να συντηρήσει την τετραμελή οικογένεια του αδερφού της, του Μπαρκέβ, ο οποίος έπασχε κι αυτός από καρκίνο, καθώς και τον γιο της, τον Οβανές, μιας και τα κέρδη στις ΗΠΑ από το τραγούδι ήταν πολύ μεγάλα. Ο δεύτερος λόγος ήταν να δοκιμάσει τις καλύτερες μεθόδους θεραπείας που είχε ακούσει ότι υπήρχαν εκεί. Στις ΗΠΑ ξαναπήγε το 1956. Τότε τη Μαρίκα Νίνου βοήθησαν για έξοδα νοσοκομείου, γιατρούς, εισιτήρια, ακόμα και για ρούχα, η Ρένα Ντάλια και ο Κώστας Καπλάνης.
Πριν μεταβεί στην Αμερική είχε υποβληθεί στην Αθήνα σε εγχείρηση, αλλά στην Αμερική υπήρξε ραγδαία μετάσταση. Επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου εργάστηκε για λίγο με φοβερούς πόνους, και τελικά πέθανε την Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 1957, σε ηλικία 35 ετών. Τη θάψανε στο Σχιστό πλάι στον αδερφό της, Μπαρκέβ Αταμιάν, που είχε πεθάνει το 1955. Δεν υπάρχουν ούτε οι τάφοι τους ούτε τα οστά τους.
Υπάρχουν αρκετές φωτογραφίες της, τρεις εμφανίσεις της σε κινηματογραφικές ασπρόμαυρες ταινίες, ερμηνεύοντας τραγούδια και λίγα ρούχα της που φύλαξε η ανιψιά της (κόρη του αδερφού της) Γκιούλα Αταμιάν-Ανσεριάν.
Η ζωή της Μαρίκας Νίνου ενέπνευσε το σενάριο για την ταινία του Κώστα Φέρρη Ρεμπέτικο (1983).
- Πηγή: el.wikipedia.org.