Η σύναψη της Συμφωνίας των Πρεσπών δεν έχει να κάνει σε τίποτε με την ανάλυση και την εκτίμηση των ελληνικών συμφερόντων στα Βαλκάνια. Η Ελλάδα δεν έχει ούτε τους θεσμούς, ούτε τους μηχανισμούς, ούτε την πολιτική κουλτούρα για μια τέτοια σοβαρή ανάλυση. Έχει, απλώς, βούληση αλλά ο βολονταρισμός είναι, συχνά, επικίνδυνο φαινόμενο. Η Αθήνα υλοποίησε μια επιθυμία του δυτικού παράγοντα σε σχέση με τα Σκόπια με αντάλλαγμα την ώθησή της, για άλλη μια φορά, να διαδραματίσει κάποιον ρόλο στην περιοχή, υπό την επίβλεψη και προστασία των υπερατλαντικών συμμάχων. Ο ρόλος αυτός, ή κάποια στοιχεία του, τις ημέρες που διανύουμε αχνοφαίνεται.
Ο υπουργός Άμυνας εκδήλωσε ενδιαφέρον προς την πλευρά των Σκοπίων – επικαλούμενος και τη Συμφωνία– προκειμένου να αρχίσει συνεργασία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και των δυνάμεων της γειτονικής χώρας με στόχο την προσαρμογή τους στα NATOϊκά πρότυπα. Θεωρεί στρατηγική επιλογή αυτή τη συνεργασία για την ασφάλεια της χώρας. Ούτε η διάταξη στη Συμφωνία, ούτε η πρόταση για υλοποίησή της θα είχαν καμιά τύχη αν δεν το επιθυμούσε ο ισχυρός συμμαχικός παράγων.
Η ανταγωνίστρια Τουρκία, έχει διεισδύσει στην περιοχή, ασκεί πολιτική «α λα τούρκα» και όχι την Δυτική, ήπια (soft) προσέγγιση και εκμεταλλευόμενη τις διάσπαρτες μειονότητές της επηρεάζει την πολιτική των βαλκανικών χωρών.
Εάν η Τουρκία οδεύει στην Παγίδα του Θουκυδίδη (απομείωση της δύναμής της από τους ισχυρούς που ενόχλησε) η Ελλάδα είναι η μόνη βαλκανική χώρα που θα μπορούσε να της δημιουργήσει εμπόδια.
Φυσικά, πάντα με την άμεση ή έμμεση συμμαχική υποστήριξη. Αυτό είναι το σχέδιο που υλοποιείται. Το αν θα πετύχει παραμένει άγνωστο. Και εν πολλοίς εξαρτάται από την ικανότητα που θα επιδείξει η Αθήνα.
Η μόνη περίπτωση που η Ελλάδα διαδραμάτισε, χωρίς, δυστυχώς, μακροχρόνια συνέχεια, κάποιο ρόλο στα Βαλκάνια ήταν στην αρχή της δεκαετίας του ’90 όταν, και πάλι με την ενθάρρυνση των ΗΠΑ, οικονομικοί παράγοντες της Θεσσαλονίκης είχαν αναλάβει ενεργό ρόλο στην κατεύθυνση της δημιουργίας forum, κυρίως οικονομικού, αλλά στην προέκτασή του και πολιτικού. Τότε, είτε διότι κατελήφθη εξαπίνης, είτε διότι δεν είχε συγκεκριμένη υπονομευτική πολιτική, είτε δεν μπορούσε λόγω Αμερικανών, η Αθήνα δεν αντέδρασε.
Σήμερα, το άκρως συγκεντρωτικό ελληνικό κράτος θα αναλάβει από το Κέντρο του την σχετική προσπάθεια και το αποτέλεσμα είναι, δυστυχώς, δεδομένο. Θα τσαλαβουτήσουν με βουλιμία σε έναν χώρο που δεν γνωρίζουν ούτε στις σημερινές ούτε στις ιστορικές του διαστάσεις.
Το πολιτικό σκηνικό σε κεντρικό επίπεδο έχει πολωθεί γύρω από δύο οικονομικούς πόλους οι οποίοι εκτρέφουν τους δύο σημαντικότερους πολιτικούς σχηματισμούς.
Οι οικονομικοί πόλοι δεν έχουν ούτε την πολιτική κουλτούρα, ούτε τη δύναμη, ούτε τη γνώση να διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται ώστε μια χώρα να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο. Και οι οικονομικοί παράγοντες και τα πολιτικά παράγωγά τους νομίζουν πως εάν εγκαταλείψουν ιστορικές αναφορές του λαού στον οποίο ανήκουν θα μπορέσουν να δελεάσουν τους ιθαγενείς και αυτό αρκεί για την επιτυχία του στόχου τους. Αυτό αποκαλύπτει βαθιά άγνοια της περιοχής.
Τα στερεότυπα που έχουν αναπτυχθεί στους βαλκανικούς λαούς είναι ισχυρά και δεν μπορεί να τα εξαλείψει καμιά αποδομητική ιδεολογία. Η αίσθηση του ανήκειν, ψευδής ή αληθής δεν έχει σημασία, είναι βαθιά ριζωμένη στον άνθρωπο. Και στα βαλκάνια η αίσθηση αυτή δεν είναι μόνο ισχυρή. Έχει διαμορφώσει εθνικές ομάδες διαχυμένες στη χερσόνησο, με συμπαγή χαρακτηριστικά και με αναπαραγωγή του ιστορικού παρελθόντος. Και το παρελθόν αυτό είναι, δυστυχώς, πολύ αιματηρό.
Τις εδραιωμένες αυτές πεποιθήσεις επιχειρεί να υπερβεί, αν θέλετε και από μια δυσκόλως κεκαλυμμένη πολιτισμική αλαζονεία, μια ομάδα αποδομιστών στην Αθήνα, στην υπηρεσία της «ανοιχτής κοινωνίας» του γνωστού διεθνούς οικονομικού παράγοντα. Η αλβανική αίσθηση, συνειδητή ή υποσυνείδητη, ότι το κράτος τους συγκροτήθηκε σε αντιπαράθεση με την Ελλάδα δεν αίρεται με την εγκατάλειψη των Βορειοηπειρωτών στη μοίρα τους. Ούτε η φαντασίωση των Σκοπίων περί ενιαίας Μακεδονίας και Μακεδόνων. Όποιοι τα πιστεύουν αυτά ζουν σε έναν φανταστικό κόσμο.
Η συμβίωση και συνύπαρξη με αναγνωρισμένο σημαντικό ελληνικό ρόλο είναι μια άσκηση που απαιτεί άλλα δεδομένα. Και καταρχήν συνεννόηση και συνέχεια για την επιτέλεση του ρόλου αυτού.
Πριν η Τουρκία αναπτύξει τη νεοοθωμανική της ψευδαίσθηση, ο Αχμέτ Νταβούτογλου κωδικοποίησε σε ένα αναλυτικό βιβλίο την έννοια του συμφέροντος και πως θα επιτευχθεί.
Στην Ελλάδα μπερδεύουμε την Αγια-Σοφιά ως Εκκλησία με το υπό κατασκευήν γήπεδο της ΑΕΚ που θα έχει το ίδιο όνομα. Θα συνεχίσουμε, όμως, σε επόμενο σημείωμα με τις διαλυτικές τάσεις που υπάρχουν, ακόμη, στα Βαλκάνια.