Γεννήθηκε το 1255 στο χωριό Κούκουλο, κοντά στις Κλαζομενές (αρχαία πόλη της Μ. Ασίας, 40 χλμ ΝΔ της Σμύρνης). Περιπετειώδης η ζωή του. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι και ευσεβείς και τον ανέθρεψαν χριστιανικότατα. Όταν κάποτε οικογενειακώς πήγαιναν στη Λαοδικεία, αιχμαλωτίστηκαν από ληστές. Οι Λαοδικείς όμως τους εξαγόρασαν με πολλά χρήματα.
Το επεισόδιο αυτό έκανε τον Γρηγόριο να ασχοληθεί ακόμα περισσότερο με την ήσυχη και αφιερωμένη στον Θεό ζωή.
Γι’ αυτό πήγε στην Κύπρο, κοντά σ’ έναν φημισμένο μοναχό, και κατόπιν με την ευχή αυτού του γέροντα ταξίδεψε στην Αλεξάνδρεια. Μετά από πολλές περιπέτειες έφτασε στο όρος Σινά. Οι προϊστάμενοι της Μονής τον δέχτηκαν με χαρά, και μετά από κανονική δοκιμασία εκάρη μοναχός. Στη Μονή μέσα ήταν υπόδειγμα υψηλής πνευματικής και ασκητικής ζωής. Όμως ο πειρασμός του φθόνου κατέλαβε ορισμένους μοναχούς, με αποτέλεσμα ο Γρηγόριος στενοχωρημένος να αποχωρήσει.
Μαζί με έναν μοναχό Γεράσιμο έφυγε για τα Ιεροσόλυμα και από εκεί στην Κρήτη, όπου κοντά σ’ έναν φημισμένο για την αρετή του μοναχό, τον Αρσένιο, πήρε σπουδαία πνευματικά διδάγματα τέλειας χριστιανικής ζωής. Έπειτα ο Γρηγόριος πήγε στο Άγιον Όρος, στη σκήτη του Μαγουλά, απέναντι της Μονής Φιλόθεου. Εκεί συγκέντρωσε αρκετούς μαθητές, που πολλοί απ’ αυτούς αργότερα διακρίθηκαν στην πνευματική ζωή.
Στη συνέχεια πήγε στο Πρωτάτο των Καρυών και από εκεί, λόγω επιδρομών των Αγαρηνών πειρατών, ταξίδεψε στις πόλεις Θεσσαλονίκη, Χίο, Μυτιλήνη και Κωνσταντινούπολη, για να επανέλθει μετά από ορισμένο χρόνο στο Άγιον Όρος.
Αλλά κατόπιν με ορισμένους μαθητές του έφυγε και πάλι για να καταλήξει στην Αδριανούπολη, στο Κατακεκρυωμένο όρος. Εκεί έκτισε οχυρωμένο μοναστήρι, όπου μαζί με τους μαθητές του πρόσφερε πολλά πνευματικά εφόδια στον πληθυσμό των γύρω περιοχών (Έλληνες, Σέρβους και Βουλγάρους). Μετά την περιπετειώδη αυτή ζωή, ο Γρηγόριος, παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα του.
Η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του στις 11 Φεβρουαρίου και στις 6 Απριλίου.