Οι εξελίξεις που αναμένονται στη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια είναι ραγδαίες και καταλυτικές για το νέο τοπίο που διαμορφώνεται, την ώρα που η εσωτερική πολιτική ρευστότητα στην Ελλάδα, ενόψει εκλογών, και το διχαστικό κλίμα που καλλιεργείται από το κυβερνών κόμμα, μειώνουν τις δυνατότητες της χώρας να διαμορφώσει και να αναπτύξει την πολιτική της. Σε μια (εμφανώς αγωνιώδη) προσπάθεια της κυβέρνησης να πετύχει την απαραίτητη πλειοψηφία για να επικυρωθεί από τη Βουλή η Συμφωνία των Πρεσπών, οι τακτικιστές του κυβερνώντος κόμματος προχώρησαν σε μεθοδεύσεις αποστασίας από το κόμμα του κυβερνητικού τους εταίρου, γεγονός που προκάλεσε την έκρηξη του Πάνου Καμμένου, ο οποίος ουσιαστικά έμεινε χωρίς βουλευτές.
Οι ελαστικές πολιτικές και ηθικές συνειδήσεις των βουλευτών του αποκάλυψαν πόσο σαθρές είναι οι βάσεις που συγκροτούν τους πολιτικούς σχηματισμούς, εν απουσία ιδεολογίας.
Το ενδιαφέρον του γεγονότος αυτού για τη στήλη είναι ότι το υπάρχον πολιτικό προσωπικό της χώρας καλείται να χειριστεί ένα πολύπλοκο και επικίνδυνο περιβάλλον στη Μέση Ανατολή, την Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Και αν κρίνουμε από τον διχαστικό τρόπο που ο πρώην υπουργός Εξωτερικών άνοιξε τη συζήτηση για το Σκοπιανό, είναι εύλογες οι ανησυχίες.
Στη Μέση Ανατολή έχουμε μια επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας μετά την επίσκεψη του συμβούλου εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ Τζον Μπόλτον στην Άγκυρα και την άρνηση του Ερντογάν να τον συναντήσει.
Ο Μπόλτον είναι το υπ. αριθμ. 1 γεράκι στην Ουάσινγκτον, και η συμπεριφορά του Ερντογάν απέναντί του είναι βέβαιον ότι εγγράφηκε στην πολιτική συνείδηση του χώρου που εκπροσωπεί. Ωστόσο, ο Τούρκος πρόεδρος στις δηλώσεις του προσπάθησε να διαχωρίσει τον Μπόλτον από τον Τραμπ, κάνοντας «άνοιγμα» στον Αμερικανό πρόεδρο.
Ο Μπόλτον επισκέφθηκε την Άγκυρα για να επιδώσει στους Τούρκους αξιωματούχους τις αμερικανικές θέσεις μετά την απόφαση Τραμπ για αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Συρία. Μια απόφαση που επικρίθηκε και από πολιτικούς φίλους του Τραμπ, αλλά και από Αμερικανούς στρατηγούς. Προσπάθησαν να του αλλάξουν τη θέση και φαίνεται να το κατάφεραν με την καταλυτική παρέμβαση του Ισραηλινού πρωθυπουργού Βενιαμίν Νετανιάχου.
Η αμερικανική θέση φαίνεται να αλλάζει χωρίς να ομολογείται αυτό ρητώς. Η Ουάσινγκτον ζήτησε μέσω του Μπόλτον από την Τουρκία να συμφωνήσει ότι δεν θα σφάξει, όπως είπε ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, τους Κούρδους της Συρίας αν αποσυρθούν οι Αμερικανοί – κάτι που αποτέλεσε κόκκινο πανί για τον Ερντογάν.
Οι Κούρδοι, στο μεταξύ, μη έχοντας –και δικαιολογημένα– εμπιστοσύνη στον ασταθή πολιτικό χαρακτήρα του Αμερικανού προέδρου, ήρθαν σε συμφωνία με τους Ρώσους για υποστήριξη. Φαίνεται πως την πέτυχαν.
Έτσι τώρα η Τουρκία, για να επέμβει στη Συρία και να σφάξει τους Κούρδους, δεν έχει ανάγκη μόνο την άδεια των ΗΠΑ, αλλά και των Ρώσων συμμάχων της. Η κατάληψη της Ιεράπολης/Μένπετζ από την Τουρκία φαίνεται όνειρο απατηλό.
Πέραν της Συρίας, η Τουρκία, σε μια άλλη αγωνιώδη προσπάθεια να διεκδικήσει στην Ανατολική Μεσόγειο περιοχές που δεν έχει δικαιώματα, με βάση το Διεθνές Δίκαιο, προκαλεί την Ελλάδα και την Κύπρο. Οι προκλήσεις είναι καθημερινές, αλλά εκείνο που ανησύχησε την ελληνική πλευρά την εβδομάδα που πέρασε είναι η επιβεβαίωση και αξιολόγηση της κοινής άσκησης που διεξήγαγαν τουρκικές δυνάμεις σε περιοχή ελληνικών δικαιωμάτων ανοικτά του Καστελόριζου, σε συνεργασία με μικρή αμερικανική συμμετοχή.
Στα Βαλκάνια, η επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών μπορεί να οδηγήσει σε εκλογές την Ελλάδα, η Αλβανία του Ράμα συνεχίζει να ασκεί ανθελληνική και αντιμειονοτική πολιτική, πιθανότατα καθ’ υπόδειξιν και μεθόδευση της Άγκυρας, και το μέτωπο του Κοσόβου αναζωπυρώνεται με την αμερικανική επιμονή να υπάρξει συνεννόηση Βελιγραδίου και Πρίστινας για συνοριακές διευθετήσεις.
Στο Σκοπιανό υπάρχει και μια διάσταση που προβληματίζει όσους σκέφτονται σοβαρά την ύπαρξη και λειτουργία του ελληνικού κράτους. Πέραν των όσων γράφηκαν, το κράτος πρόδωσε τους γηγενείς Μακεδόνες. Αυτούς που στις αρχές του 20ού αιώνα, και ίσως και νωρίτερα, προτίμησαν να ακολουθήσουν το Πατριαρχείο παρά τις πιέσεις της Εξαρχίας, διότι είχαν ρωμαίικη συνείδηση.
Οι άνθρωποι αυτοί εμπιστεύτηκαν το υπό διαμόρφωσιν, ακόμη, ελληνικό κράτος.
Υπέστησαν τρομερά δεινά γι’ αυτήν την επιλογή τους. Συγκρούστηκαν με ανθρώπους με τους οποίους συμβίωναν για πράγματα που θεωρούσαν αυτονόητα, όπως ο όρος «Μακεδονία» και ποιον χαρακτηρίζει. Σήμερα οι απόγονοί τους βλέπουν το ελληνικό κράτος να προδίδει την εμπιστοσύνη των προγόνων τους και να τους εγκαταλείπει.
Το ερώτημα είναι σαφές: υπάρχει κανείς που θα εμπιστευτεί ξανά, αυτό το κράτος;
Στην Ελλάδα η θέση του υπουργού Εξωτερικών παραμένει κενή, σε λίγο μπορεί να αδειάσει και η θέση του υπουργού Άμυνας, και η χώρα μπαίνει σε μια μακρά εκλογική περίοδο με ένταση και διχασμό.