Ο τουρκικός επεκτατισμός στην Κύπρο έχει εκτραφεί από τη γηραιά πόρνη, από πολύ ενωρίς. Για να αντισταθμίσει τη λαϊκή θέληση της πλειοψηφίας των Κυπρίων (οι οποίοι ήταν Έλληνες), φρόντιζε να δίνει υπερδικαιώματα στην τουρκική κοινότητα. Τόσο το σύστημα εσωτερικής διακυβέρνησης στη Διασκεπτική το 1948, όσο και οι Συνταγματικές Προτάσεις Ράντκλιφ το 1956, ευνοούσαν την τουρκική κοινότητα.
Το δόγμα της πολιτικής ισότητας των κοινοτήτων και όχι των πολιτών, είναι έκτοτε μεθοδευμένο. Αντικατοπτρίζεται στην Ανανική έκδοση της Δ.Δ.Ο., όπως συνομολογήθηκε από τον ΟΗΕ και τον Λόρδο Χάνεϊ. Προνοούσε τον διαμερισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας σε δύο ισότιμα κρατίδια, όπου η κάθε κοινότητα θα είχε τη δική της πλειοψηφία γης και πληθυσμού.
Η πολιτική ισότητα είναι ο θεμελιώδης λίθος της Δημοκρατίας, ενώ διεθνώς αναφέρεται στο δικαίωμα του κάθε πολίτη (όχι των κοινοτήτων) στην ίση μεταχείριση και ίση εκτίμηση των προτιμήσεων και δικαιωμάτων του. Αυτό εκφράζεται μέσα από διεθνώς αποδεκτές Αρχές όπως: ένας πολίτης-μία ψήφος, όλοι ίσοι έναντι του νόμου, κ.ο.κ. Με λίγα λόγια, όλοι οι πολίτες άνευ ρατσιστικών ή άλλως πώς διακρίσεων, έχουν ακριβώς τα ίδια δικαιώματα.
Η πολιτική της Αγγλίας ήταν ότι η τουρκική κοινότητα της Κύπρου είχε το ίδιο/ίσο δικαίωμα με την ελληνική για αυτοδιάθεση και ένωση με την Τουρκία. Ευτυχώς, με τις εκθέσεις του Χιλιανού συνταγματολόγου, καθηγητή Αλεσσάντρο Αλβαρές, αυτό το αξίωμα καταρρίφθηκε. Δυστυχώς, οι ισορροπίες στον ΟΗΕ δεν ήταν τέτοιες που να επιτύχουν την έγκριση ψηφίσματος που κατοχύρωνε το δικαίωμα του ενός κυπριακού λαού στην αυτοδιάθεση. Έτσι, κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη του Σχεδίου Μακ Μίλλαν για τριχοτόμηση, οδηγηθήκαμε στις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και στο δοτό σύνταγμα του 1960.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου του Αντώνη Κ. Σιβιτανίδη εδώ.