Κάποτε στο χωριό κατά τη διάρκεια του Δωδεκαήμερου γινόταν ένα μεγάλο γλέντι. Οι χωριανοί γιόρταζαν τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά με πολύ κέφι και χαρά. Οργανοπαίχτες έρχονταν στο χωριό και διασκέδαζαν τον κόσμο. Τα μεσάνυχτα ακόμα και οι καλικάντζαροι έβγαιναν και χόρευαν στους δρόμους.
Τόσο τους άρεσε αυτό, που μια νύχτα άρπαξαν έναν λυράρη και τον κατέβασαν στη σπηλιά τους. Εκεί τον κράτησαν «αιχμάλωτο» για να τους παίζει μουσική.
Όταν λοιπόν οι καλικάντζαροι βρίσκονταν στη σπηλιά, ο λυράρης έπαιζε τη λύρα του και αυτοί ξεφάντωναν. Τα μεσάνυχτα ανέβαιναν πάλι στο χωριό και έμπαιναν κρυφά στα σπίτια, απ’ όπου έπαιρναν τα φορέματα των γυναικών. Κάποια φορά ανάμεσα στα φορέματα ο λυράρης αναγνώρισε και το φόρεμα της γυναίκας του. Για να το ξεχωρίσει από τα άλλα πήρε κατσαμάκι από την κατσαρόλα και το έβαλε επάνω στο φόρεμα. Μετά παρακάλεσε τους καλικάντζαρους να το δώσουν πίσω στη γυναίκα του. Έτσι κι έγινε.
Οι μέρες και οι νύχτες περνούσαν δύσκολα κάτω από τη γη. Ο λυράρης μέρα με τη μέρα έχανε τη χαρά του. Μακριά από τον κόσμο και μόνος με τους καλικάντζαρους, έγινε δυστυχισμένος. Τα τραγούδια του έγιναν λυπητερά. Μάταια οι καλικάντζαροι τον πίεζαν να τους παίζει χαρούμενους σκοπούς για να χορεύουν.
Μέχρι που έφτασε η παραμονή των Φώτων. Ο φόβος και ο τρόμος των καλικάντζαρων…
Εκείνο το βράδυ οι καλικάντζαροι λυπήθηκαν τον λυράρη. Αποφάσισαν να τον ελευθερώσουν – και όχι μόνο! Την ώρα που κοιμόταν γέμισαν τις τσέπες του με χρυσές λίρες, κι έτσι κοιμισμένος καθώς ήταν τον σήκωσαν και τον ανέβασαν στη γη. Τον άφησαν κοντά σε μια βρύση και εξαφανίστηκαν. Όταν ο λυράρης ξύπνησε, ξαφνιάστηκε. Πήγε στη βρύση και πλύθηκε. Τότε ένιωσε ότι είχε ένα βάρος επάνω του. Έπιασε τις τσέπες του και κατάλαβε πως ήταν γεμάτες με κάτι.
Από το φόβο του πέταξε ότι είχαν μέσα χωρίς καθόλου να κοιτάξει. Νόμισε μάλιστα ότι ήταν κάρβουνα!
Οι καλικάντζαροι όμως παραμόνευαν πιο πέρα. Όταν είδαν τον λυράρη να παίρνει δρόμο για το χωριό, πετάχτηκαν και πήραν πίσω όλες τις λίρες. Ο λυράρης κατάκοπος έφτασε σπίτι του. Εμφανίστηκε ταλαιπωρημένος μπροστά στη γυναίκα του. Της διηγήθηκε την περιπέτειά του, αλλά εκείνη δεν τον πίστεψε. Τότε της ζήτησε να του φέρει το φόρεμά της. Της εξήγησε για το λεκέ από το κατσαμάκι που υπήρχε πάνω του. Και τότε εκείνη πείστηκε. Μετά θυμήθηκε το βάρος που ένιωθε επάνω του και έβαλε τα χέρια στις τσέπες του. Και τι πιάνει; μια χρυσή λίρα! Αναρωτήθηκε πώς βρέθηκε εκεί. Γρήγορα κατάλαβε το λάθος του. Το βάρος που άδειασε από τις τσέπες του δεν ήταν κάρβουνο άλλα λίρες! Χωρίς να χάσει καιρό, γύρισε πίσω στη βρύση για να βρει τις υπόλοιπες λίρες. Ήταν όμως αργά. Είχε πετάξει την τύχη του με τα ίδια του τα χέρια! Ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να πιστέψει όσα του είχαν συμβεί.
Ήταν και αυτή μια από τις πολλές ιστορίες που ακούγονται το Δωδεκαήμερο για τους καλικάντζαρους. Όταν την πρωτοάκουσα μου άρεσε πολύ! Πιστεύω πως θα την θυμάμαι, και μεγαλώνοντας θα τη διηγούμαι στα δικά μου παιδιά.
___
Την ιστορία αφηγήθηκε η Σοφία Δουλγερή, κάτοικος Δορίσκου (που την άκουγε και εκείνη από τους παππούδες της), στον εγγονό της Μιχάλη Τοπαλίδη ο οποίος την κατέγραψε.
- Πηγή: thrakikh-estia.gr.