Η άποψη ότι η Τουρκία προχώρησε στον εκσυγχρονισμό της μέσω του Μουσταφά Κεμάλ διά του εξοβελισμού της θρησκείας από τη δημόσια σφαίρα αποτελεί λίγο-πολύ κοινό τόπο στη δημόσια συζήτηση. Ο πρώτος ηγέτης της Τουρκίας εισήγε και κατοχύρωσε συνταγματικά την αρχή της κοσμικότητας του κράτους, ενώ παράλληλα την ενέταξε σε ένα ευρύτερο πλαίσιο οργάνωσης της πολιτείας μέσω των «έξι βελών». Ωστόσο, έχει επίσης διατυπωθεί επανειλημμένως η θέση ότι το Ισλάμ εργαλειοποιήθηκε και τέθηκε στην υπηρεσία των «κατασκευαστών» του νέου εθνοκράτους, με σκοπό την εξασφάλιση της εσωτερικής συνοχής του.
Άλλωστε, εκείνη την περίοδο η θρησκευτική ταυτότητα ήταν το μόνο αφήγημα που μπορούσε να κινητοποιήσει τις πλατιές μάζες μιας ανθρωπολογίας διόλου εκμοντερνισμένης υπό την έννοια της καλλιέργειας εθνικής ταυτότητας.
Στις επόμενες δεκαετίες, η θρησκευτική ταυτότητα ήταν πανταχού παρούσα με τη στρατογραφειοκρατία να την αντιπαλεύει παντοιοτρόπως. Αξίζει να δούμε τι απέγινε ο Μεντερές, πώς η τουρκική Ακροδεξιά υιοθέτησε ισλαμικά σύμβολα στο ιδρυτικό συνέδριο της το 1969, ποιοι «τα βρήκαν» με ποιους και εναντίον ποιων τη δεκαετία του 1970, την ανάδυση της τουρκοϊσλαμικής σύνθεσης μετά το πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου 1980, και εντέλει τη σταδιακή «άλωση» εκ των έσω του κράτους από την ισλαμική ελίτ.
Το Ισλάμ ήταν πάντοτε παρόν, και πώς θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά όταν –όπως έχει σημειώσει και ο Bernard Lewis– «στη νομική σύλληψη της ιδέας περί μουσουλμανικού κράτους, ο Θεός μόνος του είναι η υπέρτατη, κυρίαρχη, απόλυτη και όντως η μόνη νόμιμη πηγή εξουσίας. Σε αυτή την αντίληψη, ο μόνος που δημιουργεί νόμους είναι ο Θεός, και μόνον ο Θεός εκχωρεί ή τουλάχιστον νομιμοποιεί την εξουσία». Ο δε αείμνηστος Νεοκλής Σαρρής έγραφε στον πρώτο τόμο του εμβληματικού έργου του Οσμανική πραγματικότητα:
«Το Ισλάμ, στο οποίο προσήλθαν τα τουρανικά φύλα, είναι μια ιδιότυπη θρησκεία. Πρωταρχικά, συνενώνει το υπερβατικό με το ενδοκόσμιο και συγκεκριμένα την εξουσία στο επέκεινα με την πολιτική εξουσία. Η δεύτερη δεν προέρχεται μονάχα από την πρώτη, αλλά ασκείται ως θρησκευτική επιταγή. Η λατρεία είναι αλληλένδετη και αναπόσπαστη με την ενάσκηση της πολιτικής εξουσίας. Τούτο έχει την έννοια πως το Ισλάμ είναι θρησκεία όσο είναι και πολιτεία, δηλαδή συντεταγμένη πολιτεία. Έτσι, από δογματική καθαρά σκοπιά, το Ισλάμ δίχως τα στοιχεία που συγκροτούν το κράτος, και μάλιστα δίχως επικράτεια, δηλαδή το εδαφικό στοιχείο της πολιτείας, είναι αδιανόητο. Γι’ αυτό και οι θρησκευτικοί κανόνες είναι ταυτόχρονα, δίχως άλλο, νόμοι της (ισλαμικής) πολιτείας. Υπέρτατη συνταγματική και νομοθετική πηγή είναι το Κοράνι υπό την έννοια πως οι υπόλοιποι κανόνες Δικαίου οφείλουν να συμφωνούν προς το “ιερό βιβλίο”».
Παρενθετικά, αξίζει να σημειωθεί ότι στα γραπτά του Σαρρή αποτυπώνεται και το γεγονός ότι το Ισλάμ αποτελεί πρωτίστως δικαιικό σύστημα, με τη θέση της μεταφυσικής να τίθεται σε δεύτερο πλάνο.
Προσδιορίζεται εδαφικά, και το Κοράνι επιστεγάζει οποιαδήποτε πτυχή της πολιτικής και πολιτειακής συγκρότησης της ανθρωπολογίας.
Με βάση τα προαναφερθέντα, μπορεί να αιτιολογηθεί η επικράτηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην πολιτική σκηνή της χώρας, και βασικά η κυριαρχία του Πολιτικού Ισλάμ, μιας και το «Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» έχει επιβάλει μια συγκεκριμένη ατζέντα στον δημόσιο διάλογο της Τουρκίας, βάσει της οποίας εκδιπλώνεται και η ρητορική της αντιπολίτευσης. Με άλλα λόγια, για να θυμηθούμε και τον γνωστό αστεϊσμό, «έχουν γίνει όλοι AKP», όπως «όλη η Ελλάδα είναι βασικά ΠΑΣΟΚ»… Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν φυγόκεντρες τάσεις. Κάθε άλλο. Απλώς το βασικό αφήγημα της «Μεγάλης Τουρκίας», η οποία συγχρονίζει τα ηγεμονικά βήματά της με τον μουσουλμανικό κόσμο, έχει κυριαρχήσει πέραν προσώπων και επιμέρους κομματικών σχημάτων.
Η τουρκική κοινωνία έχει ταυτιστεί με έναν συγκεκριμένο ιδεολογικό-πολιτικό προσανατολισμό ο οποίος έχει αρχίσει να προσδίδει πάγια χαρακτηριστικά και στην εξωτερική συμπεριφορά της Τουρκίας, με ό,τι αυτό σημαίνει αναφορικά με τη μελλοντική αντιμετώπισή της από τις μεγάλες περιφερειακές και πλανητικές δυνάμεις.