Άχαρες αυτές οι συζητήσεις με τα πολλά «αν» και «εφόσον», και ολίγον αχρείαστες όταν αναφερόμαστε σε ιστορικά γεγονότα και κάθε είδους τετελεσμένα. Ωστόσο, αυτά τα «αν» και «εφόσον» είναι εξαιρετικά χρήσιμα όταν αφορούν το παρόν και το μέλλον, και τίθενται συντεταγμένα και σε μια λογική βάση.
Άλλωστε, μέχρι ενός σημείου υπάρχει και η υποχρέωση να απαντάμε σε εναλλακτικά σενάρια, καθώς αφενός οι διαμορφωτές της πολιτικής οφείλουν να είναι έτοιμοι για παν ενδεχόμενο, αφετέρου οι ακαδημαϊκοί εργάζονται ούτως ή άλλως επί τη βάσει υποθέσεων εργασίας.
Στο θέμα της πολιτικής του Ερντογάν –και συγκεκριμένα όσον αφορά την πολιτική του έναντι των ΗΠΑ σε αντιδιαστολή με τη συνεργασία του με τη Ρωσία–, η κυρίαρχη άποψη είναι ότι η ρήξη με τη δεσπόζουσα ναυτική δύναμη στη Μεσόγειο και η θέση του αναχωματικού δακτυλίου σε κίνδυνο θα αυξήσει περαιτέρω την πίεση για την Άγκυρα, με σαφείς συνέπειες ως προς την αξιοπιστία της και τη στρατηγική βαρύτητά της. Οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να αναζητούν αντίβαρα, ασκώντας παράλληλα μια αφόρητη πίεση στην Τουρκία σε επίπεδο οικονομικό, στρατηγικό και διπλωματικό.
Σπεύδω να διευκρινίσω ότι συμμερίζομαι εν πολλοίς την άποψη ότι η Τουρκία έχει περιέλθει σε στρατηγικό αδιέξοδο με την πολιτική της έναντι των ΗΠΑ, καθώς διατύπωσε υπέρμετρες αξιώσεις σε μια σειρά θεμάτων –όπως η απελευθέρωση του Αμερικανού πάστορα–, οι οποίες αργά ή γρήγορα προκάλεσαν τα αντανακλαστικά της Ουάσινγκτον. Σε παρόμοιο μήκος κύματος βρίσκονται και οι νευρικές κινήσεις της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ, ενώ έχω περιγράψει ήδη ότι η τάση διαμορφώνεται με σαφήνεια υπέρ της «επιστροφής» αργά ή γρήγορα της Τουρκίας στην αμερικανική αγκάλη, με σαφέστατο κόστος σε αυτή την περίπτωση για την οικονομία και το κύρος της έναντι της Μόσχας.
Εντούτοις, επανέρχομαι στα «αν» και «εφόσον». Αν ο Ερντογάν αναγιγνώσκει ορθά τη γεωπολιτική αξία της Τουρκίας σε αντιπαραβολή με το δισταγμό της ατλαντικής δύναμης να επιβάλει αποφασιστικό κόστος; Αν ο Τούρκος πρόεδρος αντιλαμβάνεται ορθά ότι οι ΗΠΑ πλέον ενδιαφέρονται περισσότερο για την Κίνα και αποφεύγουν να εκτεθούν περαιτέρω στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή; Και αν, τέλος, έχει επενδύσει όλες τις μετοχές του στην πιθανότητα της αμερικανορωσικής σύγκλισης υπό την προοπτική εξισορρόπησης της κινεζικής ισχύος;
Μήπως σε αυτή την τελευταία περίπτωση, με τον κατάλληλο συσχετισμό στο εσωτερικό των ΗΠΑ, η Τουρκία θα αναλάβει πλέον έναν ρόλο μεσολαβούσας δύναμης, δηλαδή «κουμπάρου»;
Τα ερωτήματα είναι υποθετικά, και –όπως έσπευσα να διευκρινίσω– μη πιθανά για τον προφανή λόγο ότι ο έλεγχος της περιμέτρου της Ευρασίας αγγίζει «τα ιερά και τα όσια» της αμερικανικής υψηλής στρατηγικής και δεν θα αποτελούσε αντικείμενο αμερικανορωσικής διαπραγμάτευσης, ακόμη και υπό την προοπτική συγκράτησης της Κίνας. Παράλληλα, υφίσταται μια σειρά άλλων δρώντων στην περίμετρο της Κίνας, με βασικότερο την Ινδία, οι οποίοι θα μπορούσαν να κινητοποιηθούν με σαφώς μικρότερο κόστος για τις ΗΠΑ και προκαλώντας την αναγκαία κατατριβή για το Πεκίνο. Αν όμως επικρατήσουν αυτές οι μικρές πιθανότητες και η Ρωσία συνδέσει τα συμφέροντά της με προαιώνιους εχθρούς, με «μικρότερα» έπαθλα όπως η Ουκρανία ή η Μογγολία; Τότε ποια θα είναι τα κέρδη για τον Ερντογάν;
Πίσω από μια καταφανώς λανθασμένη απόφαση, βρίσκεται πάντοτε ένας ορθολογικός δρων που την έχει λάβει. Ας μην υποτιμούμε τον Ερντογάν, χωρίς φυσικά να τον φοβόμαστε. Αν έχει υποπέσει σε στρατηγικά σφάλματα, η Νέμεσις δεν είναι αυτονόητη, καθώς στις διεθνείς σχέσεις αυτή επιβάλλεται από ικανούς περιφερειακούς δρώντες και δεν αποτελεί κάποιου είδους θεόσταλτο μήνυμα. Όσο οι Αμερικανοί βλέπουν ότι δεν μπορούν να βρουν άλλους αξιόπιστους και ισχυρούς διαύλους για την υλοποίηση των σκοπών τους στην περιοχή τόσο η Τουρκία θα αντιμετωπίζεται με «υπομονή». Ίσως εκεί να «ποντάρει» ο Ερντογάν, και γι’ αυτόν το λόγο να έχει ορισμένες πιθανότητες εντέλει να επιτύχει.