Χωρίς αμφιβολία, οι εξελίξεις στη Μικρά Ασία μεταξύ 1919-1922 υπήρξαν καθοριστικές για τη συνολικότερη διαμόρφωση και το μετασχηματισμό τόσο του ελληνικού όσο και του τουρκικού κράτους. Καταλυτικής σημασίας ήταν και για τα αντίστοιχα προτάγματα του ελληνισμού και του τουρκισμού, καθώς ο μεν πρώτος περιχαρακώθηκε χάνοντας το μεγαλύτερο μέρος της εξωστρέφειας και του κοσμοπολιτισμού του, ο δε άλλος απέκτησε τη νομιμοποιητική βάση της ίδιας της δημιουργίας του.
Με άξονα τις παραπάνω σκέψεις, δράττομαι της ευκαιρίας να αναφερθώ σε μια εξαιρετική πρωτοβουλία του επίκουρου καθηγητή Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Özyeğin της Κωνσταντινούπολης Κωνσταντίνου Τραυλού να επιμεληθεί ένα συλλογικό τόμο στην αγγλική γλώσσα, ο οποίος πραγματεύεται τα αίτια, την εξέλιξη και τα αποτελέσματα του μικρασιατικού πολέμου, και όπου συμμετέχει και ο γράφων.
Στο έργο παρουσιάζονται διαφορετικές απόψεις αναφορικά με τη Μικρά Ασία, με τους συγγραφείς να είμαστε κατά κύριο λόγο Έλληνες και Τούρκοι.
Πρόκειται για πολυεπίπεδες καινοτόμες προσεγγίσεις, οι οποίες ξεκινούν από την προσωπογραφία των πολιτικών και των στρατιωτικών ηγετών, την προκληθείσα νέα δυναμική μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, την παράθεση της ιστορίας των Καραμανλήδων και τη ζωή των μουσουλμάνων στην Ελλάδα όσο διαρκούσε η μικρασιατική εκστρατεία, και φθάνουν έως την ερμηνεία της απόφασης του Ελευθερίου Βενιζέλου να αποβιβασθούν ελληνικά στρατεύματα στη Σμύρνη, την αποκωδικοποίηση της ελληνικής στρατιωτικής στρατηγικής, την ανάλυση σε επιχειρησιακό επίπεδο των αποφασιστικών μαχών, την αποκρυπτογράφηση των αιτιών της ελληνικής ήττας και την εντρύφηση στη σύνθεση των κεμαλικών δυνάμεων.
Ο γράφων συμμετέχει με ένα κείμενο για τη δημιουργία της Τουρκικής Δημοκρατίας υπό το κεμαλιστικό ιδεολογικό πρόταγμα, ως απόρροια των όσων συνέβησαν κατά τη διάρκεια του μικρασιατικού πολέμου και της επιλογής του Μουσταφά Κεμάλ να κινητοποιήσει τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς εναντίον των Ελλήνων υπό την ομπρέλα του «Ισλαμικού Έθνους». Εστιάζοντας κυρίως στην προσέλκυση των Κούρδων, μίλησε για «δύο αδέρφια» που θα δημιουργούσαν ένα ομοσπονδιακό κράτος, ενώ σε κάθε αποστροφή του αναφερόταν σε «ιερό πόλεμο εναντίον απίστων».
Η τακτική αυτή επελέγη γιατί η κινητοποίηση των μουσουλμανικών πληθυσμών ήταν αδύνατη με επικλήσεις σε εθνική συνείδηση, μιας και η καλλιέργειά της βρισκόταν σε εξαιρετικά πρώιμο στάδιο και δεν είχε προλάβει να αγγίξει τις ευρείες μάζες. Επιπροσθέτως, η έννοια του «Τούρκου» ήταν ιδιαιτέρως θολή παρά τις αναφορές ήδη από το 19ο αιώνα σε επίπεδο ελίτ.
Αντιθέτως, συνήθως χρησιμοποιούταν ως ύβρις και υποτιμητικός χαρακτηρισμός.
Όλα τα παραπάνω ήρθαν σε πλήρη αντίθεση με τις πολιτικές επιλογές του Κεμάλ κατά την περίοδο 1923-1938. Έθεσε σε προτεραιότητα τη δημιουργία εθνικού κράτους με απολυταρχικούς όρους και όρισε τον τουρκισμό σε πρώτο πλάνο. Οι Κούρδοι εξαπατήθηκαν με αποτέλεσμα να προβούν σε διαδοχικές εξεγέρσεις κατά τις δεκαετίες του ’20 και του ’30, ενώ οι Έλληνες, οι Αρμένιοι και οι εβραίοι συμπιέστηκαν αντιμετωπιζόμενοι ως ξένα σώματα δίχως μειονοτικά δικαιώματα.
Η εμμονή του Κεμάλ με την εδραίωση ενός εθνικού κράτους, το οποίο θα υπακούει στα μοντερνιστικά πρότυπα, δεν ήταν τυχαία και σίγουρα δεν ήταν εκτός πραγματικότητας. Η κατάρρευση των αυτοκρατοριών, η οποία ακολούθησε το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και η ανάδυση των αμιγώς εθνικών κρατών παρώθησαν τις εξελίξεις προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, από την οποία δεν θα δύνατο να εκφύγει η εξαιρετικά αδύναμη νεοσυσταθείσα Τουρκία. Γι’ αυτόν το λόγο, κάθε ψήγμα αυτού που ονομάστηκε «κεμαλισμός» –όπως επί παραδείγματι τα περίφημα «έξι βέλη»– εμπεριέχει την αγωνία της ομογενοποίησης και της απαλοιφής κάθε ετερότητας.
Το έργο «Σωτηρία και καταστροφή» («Salvation and Catastrophe») αναμένεται να ολοκληρωθεί στις αρχές του 2019 και μετέπειτα να τεθεί στη διάθεση του αναγνωστικού κοινού. Οψόμεθα λοιπόν…