Πριν από 45 χρόνια, τέτοια μέρα, ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της δικτατορίας και άρχισε η αντίστροφη μέτρηση της «επταετίας», όπως αποκαλείται εύηχα η χούντα που κατέλαβε την εξουσία στις 21 Απριλίου 1967. Στα χρόνια αυτά έγινε προσπάθεια, και από τις δύο πλευρές, να αποδοθούν ευθύνες: Η μια τις απέδιδε στους Αμερικανούς, η άλλη προσπαθούσε να τις εντοπίσει στις εσωτερικές εξελίξεις. Οι Αμερικανοί δεν ήσαν αμέτοχοι. Ούτε στην επιβολή της δικτατορίας το ’67, ούτε στην αλλαγή της ηγεσίας της το ’73. Στη δεύτερη περίπτωση έφεραν στην παρασκηνιακή εξουσία έναν φανατικό, αγροίκο ταξίαρχο, με ελάχιστη σχέση με την πολιτική, που οδήγησε τη χώρα στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και έφερε την καιροφυλακτούσα Τουρκία στη νησί. Πάλι με την ανοικτή υποστήριξη των ΗΠΑ, και προσωπικώς του Κίσινγκερ.
Κατά τα μεταπολιτευτικά χρόνια το μένος κατά των ΗΠΑ, γι’ αυτήν τη συμπεριφορά τους απέναντι στον ελληνικό λαό, κυριάρχησε στις δημόσιες αντιδράσεις και καθόρισε τις πολιτικές εξελίξεις.
Ο κύκλος του αντιαμερικανισμού φαίνεται να έκλεισε και σήμερα η χώρα έχει μια κατά δήλωσή της «αριστερή» κυβέρνηση, την πιο φιλοαμερικανική, ίσως, μετά τον πόλεμο – όχι απλώς τη Μεταπολίτευση.
Όχι πως είναι κακό. Οι χώρες έχουν συμφέροντα, και αυτήν την περίοδο το ευρύτερο συμφέρον ΗΠΑ και Ελλάδας συμπίπτει. Οι τριμερείς συνεργασίες στις οποίες συμμετέχει η Ελλάδα στην Ανατολική Μεσόγειο (με Κύπρο και Ισραήλ η μία, με Κύπρο και Αίγυπτο η άλλη) και η υποστήριξη των συνεργασιών αυτών από τις ΗΠΑ δεν δίνουν, απλώς, τη δυνατότητα παρουσίας της Αθήνας στην περιοχή όπου διακυβεύονται συμφέροντά της, αλλά επαναφέρει το Κυπριακό στο τραπέζι αναζήτησης λύσεως.
Οι συνεργασίες, όμως, χρειάζονται προσοχή. Γιατί όποιος δεν κατέχει από πολιτική, δεν έχει γνώση της ιστορίας και δεν προσέχει ιδιαίτερα, οδηγεί τη χώρα και το λαό της στην καταστροφή.
Για πρώτη φορά μετά τον Β΄ ΠΠ η Ελλάδα είναι παρούσα με ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις τόσο μακριά από τον ηπειρωτικό κορμό της, στην Ανατολική Μεσόγειο. Το επιχείρησε και το ’74 κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αλλά το αποτέλεσμα ήταν τραγικό. Από εκείνη την επιχείρηση προφανώς εξήχθησαν ορισμένα στρατιωτικά συμπεράσματα, αλλά τα πολιτικά και διπλωματικά εξάγονται από μια άλλη αποτυχία, τη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Θα αναρωτηθείτε: Υπάρχουν ομοιότητες; Ίσως όχι άμεσες και εμφανείς. Υπάρχουν όμως διδάγματα για τις περιπτώσεις που μια χώρα προβαίνει σε κινήσεις που ξεπερνούν την καθημερινή ρουτίνα και τη διαχείρισή της.
Ποια είναι αυτά;
- Το πρώτο, όταν βγάζεις τη χώρα από τα τετριμμένα χρειάζεται ικανή πολιτική ηγεσία και αρραγές εσωτερικό μέτωπο για να καταφέρεις να πετύχεις τους στόχους σου. Το εγχείρημα της Μικρασιατικής Εκστρατείας ταίριαζε στις ικανότητες του Βενιζέλου, ήταν τεράστιο για τους ασθενείς ώμους των διαδόχων του (Γούναρη κτλ.).
- Το δεύτερο, να έχεις ικανή στρατιωτική ηγεσία που να αντιλαμβάνεται πότε πρέπει να κάνει τη μια η την άλλη κίνηση. Να γνωρίζει τη στιγμή της αναδίπλωσης.
- Το τρίτο να παρακολουθείς τους συμμάχους σου. Μπορεί να ανακρούσουν πρύμναν. Και να χρειαστεί να αναδιπλωθείς για να μην έχεις τραγικές απώλειες. Δεν χρειάζεται, άραγε, προσοχή η αμερικανική υπερδύναμη, όταν για να ικανοποιήσει μια δευτερεύουσας σημασίας πολιτική επιλογή της (τη στήριξη του σαουδαραβικού καθεστώτος) αναζητά τρόπους να εκδώσει τον Τούρκο ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν στην Άγκυρα; Ο Γκιουλέν έχει προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στην Ουάσινγκτον.
Μπορεί μετά τη δεκαετία του ’50 η Ελλάδα να έχει απέναντί της τη βρετανική πολιτική, αλλά μέχρι τότε, και κυρίως στη Μικρασιατική Εκστρατεία, το Λονδίνο ήταν η συνεπέστερη δύναμη προς την Ελλάδα. Αντιθέτως, οι Ιταλοί ήταν μονίμως απέναντι και βοηθούσαν, δήθεν μυστικά, τον Κεμάλ. Πολύ γρήγορα εγκατέλειψε την Ελλάδα και η Γαλλία (κυρίως μετά τον Νοέμβριο του ’20, επικαλούμενη την επιστροφή του βασιλιά ως πρόσχημα). Η κομμουνιστική Ρωσία, με πρόσχημα και αυτή τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ουκρανική εκστρατεία, είχε την πιο εχθρική στάση απέναντι στη χώρα και αποτέλεσε τον βασικότερο υποστηριχτή και συμπαραστάτη του Κεμάλ.
Τις δυνάμεις αυτές θα τις συναντήσουμε και τώρα στην περιοχή. Ας έχουμε υπόψη μας πως η Ρώμη ήταν πάντα απέναντι στην Αθήνα. Υποστήριξε τη δημιουργία του αλβανικού κράτους για να μην έχει έξοδο η Ελλάδα στην Αδριατική. Το ’22 υποστήριξε τον Κεμάλ. Τον Αύγουστο του ’40 βύθισε την «Έλλη» και τον Οκτώβριο επιχείρησε να εισβάλει στη χώρα. Το ’48 αντιτάχθηκε στην παραχώρηση των Δωδεκανήσων και τη δεκαετία του ’90 ακολούθησε, στην Αλβανία, μια ανταγωνιστική πολιτική.
Βεβαίως τα δεδομένα έχουν αλλάξει, αλλά το παρελθόν διδάσκει για τη συμπεριφορά δυνάμεων στις διεθνείς σχέσεις.
Η απειλή για την Ελλάδα είναι η Τουρκία, και για την αντιμετώπισή της χρειάζονται συμμαχίες και ελιγμοί.
Προς το παρόν, με την αλαζονική πολιτική του Ερντογάν, η Τουρκία φαίνεται να απομονώνεται. Αλλά οι εξελίξεις απαιτούν μεγάλη προσοχή.