Είναι ένα ζήτημα η συγκρότηση κρατικών θεσμών, οι οποίοι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της δομής χάραξης εξωτερικής πολιτικής, και είναι άλλης τάξης ζήτημα η ίδρυση ινστιτούτων, κέντρων ανάλυσης ή συμβουλίων που θα είναι αυτόνομα αλλά και σε διαρκή αναγκαία διάδραση με την εκτελεστική εξουσία. Και τα δύο είναι πολύτιμα, όπως και τα δύο οφείλουν να είναι αποστειρωμένα συναισθηματισμών και απογυμνωμένα κομματισμών.
Ξεκάθαρα, με σαφήνεια, και κυρίως στην πράξη και όχι απλώς σε επίπεδο καταστατικών επιδιώξεων.
Θέση του γράφοντος είναι ότι οι ιδεολογίες –και προφανώς οι κομματικές γραμμές– αποτελούν μορφικά πανομοιότυπες προτάσεις στράτευσης και περιορισμού του ορίζοντα σκέψης, μιας και ποια ιδεολογία προσφέρει την ιδανική συνταγή για κάθε πρόβλημα, σε κάθε εποχή και επί οποιασδήποτε εθνικής ιδιοσυγκρασίας; Ποιο ιδεολογικό πρόταγμα εγκολπώνει τις ετερότητες χωρίς να είναι ένα ουτοπικό φάρμακο «δια πάσαν νόσον»; Τα προβλήματα είναι πάντοτε πολιτικά και απαιτούν λύσεις προσαρμοσμένες σε ειδικές συνθήκες και συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής το παραπάνω ζητούμενο καθίσταται πιο επιτακτικό, κυρίως επειδή το κόστος έκβασης ενός εθνικού θέματος λόγω ιδεολογικής φόρτισης είναι δυσβάστακτα μεγαλύτερο. Αν δηλαδή έχει κάποιος πολιτικός το περιθώριο να «κάνει παιχνίδια» στην πλάτη του κράτους πρόνοιας ή της αγροτικής πολιτικής, στην εξωτερική πολιτική αυτά τα περιθώρια εκλείπουν γιατί τα αρνητικά αποτελέσματα είναι μακρόπνοα και δυσκόλως αναστρέψιμα. Μια ματιά στην Κύπρο ή στη Βόρειο Ήπειρο θα μας πείσει.
Σε αυτό το πνεύμα, οι θεσμοί που περιβάλλουν την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής και φιλοδοξούν να είναι προσανατολισμένοι στην εμπράγματη πολιτική (η ελληνική φράση για την αγγλική «policy oriented»), οφείλουν να διέπονται από τα υψηλά ιδανικά της «εθνικής εξωτερικής πολιτικής» και όχι τα χαμερπή ιδιοτελή συμφέροντα «πολιτευτάδων» (κατά το «πραγματευτάδων»).
Η οργάνωση θεσμών και δεξαμενών σκέψης αποτελεί ένα αίτημα διάθεσης για προσφορά στο κοινό καλό και στην πατρίδα, και όχι ένα σκαλοπάτι ανόδου ή επιστροφής στα υψηλά κλιμάκια της εξουσίας.
Ένας τέτοιου είδους φορέας θα πρέπει να συνθέτει απόψεις και όχι να αποτελεί ένα forum ενημέρωσης επιβαλλόμενων απόψεων σε χειροκροτητές, που απλά εγκρίνουν διά της σιωπής τους. Οφείλει να διαθέτει δημόσιο λόγο και να μην περιορίζεται απλώς στις δημόσιες σχέσεις. Αν οι δημόσιες σχέσεις είναι θεμιτές και λειτουργικά αναγκαίες ως έναν βαθμό στα πολιτικά κόμματα ή αλλού, δεν μπορούν να είναι αποδεκτές ως μοναδικός στόχος σε επιστημονικά θεσμικά σχήματα.
Πέρα από την αναγκαιότητα ύπαρξης και κατοχύρωσης της οικονομικής διαφάνειας, για την οποία η παλαιότερη εμπειρία από την εμπλοκή ινστιτούτων στο δημοψήφισμα στην Κύπρο για το «Σχέδιο Ανάν» είναι αρνητική, ο φορέας οφείλει επίσης να παραμένει «ανοιχτός» προς κάθε εγκεκριμένο αναλυτή και μελετητή. Για παράδειγμα, ποιος θα απέκλειε έναν στρατιωτικό ή έναν απόστρατο με σπουδές και συγγραφικό έργο, επειδή τυγχάνει να μην έχει πανεπιστημιακή θέση; Τα πρόσωπα συνολικά πρέπει να είναι κοινής αποδοχής και «υπεράνω πάσης υποψίας» ιδιοτέλειας, κι αυτό δεν καθορίζεται από μία στείρα λογική της «ενός ανδρός αρχής». Σε καμία περίπτωση.
Τέτοιου είδους εγχειρήματα λειτουργούν μέσω ανατροφοδοτήσεων, και κατ’ επέκταση απαραίτητη προϋπόθεση των οργανωτών τους πρέπει να είναι η ταπεινοφροσύνη, έτσι ώστε να διαθέτουν την κουλτούρα να ακούν και να συνδιαλέγονται χωρίς προκαταλήψεις οι οποίες εκπηγάζουν από ιδεοληψίες, προσωπικές συμπάθειες και αντιπάθειες. Αν κάποιος λειτουργεί με παρωπίδες στο κατά τα λοιπά συνεργατικό πλαίσιο ενός επαγγελματικού χώρου, το ίδιο θα πράξει και καθώς θα σχηματοποιεί μια πρόταση πολιτικής για λογαριασμό της χώρας του. Ουδεμία αμφιβολία, και ας μου συγχωρεθεί η ψυχαναλυτική διάθεση…
Η δημιουργία θεσμών είναι προφανώς αναγκαία και χρήσιμη, αλλά οφείλει να γίνεται με προϋποθέσεις, επιστημονικά κριτήρια και –ας μου επιτραπεί να πω– πατριωτική διάθεση εφόσον αναφερόμαστε σε θεματολογία εμπράγματης πολιτικής και όχι σε θεωρητικές συζητήσεις.