Η Εκκλησία της Ελλάδος για πρώτη φορά στην ιστορία της «ευχαρίστως» προσφέρει την εκκλησιαστική περιουσία στο ελληνικό κράτος, με τη φρούδα ελπίδα της αξιοποίησής της. Έως τώρα ΟΛΟΙ οι αρχιεπίσκοποι, και ιδιαίτερα αυτοί του 20ού αιώνα, αμύνθηκαν σθεναρά στις απαλλοτριώσεις –που ουσιαστικά ήσαν δημεύσεις– της εκκλησιαστικής περιουσίας. Ιδιαίτερα οι Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Δαμασκηνός Παπανδρέου, Σεραφείμ Τίκας και Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης έδωσαν σκληρούς αγώνες για τη διατήρηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, η οποία σήμερα, με έκφραση μάλιστα μεγάλης ικανοποίησης, παραδίδεται στην πολιτεία προς αξιοποίηση.
Σημειώνεται ότι οι Κανόνες της Εκκλησίας απαγορεύουν την πώληση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Ο κστ΄ τής στην Καρθαγένα Συνόδου τονίζει «πράγμα εκκλησιαστικόν μηδείς πιπράσκει (πωλεί)», και ο β΄ Κανόνας του Κυρίλλου Αλεξανδρείας υπογραμμίζει: «Κειμήλια γαρ και κτήσεις ακινήτους ανεκποιήτους ταις Εκκλησιαις σώζεσθαι χρη». Ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδωνας (1949-1956), από την πικρή εμπειρία του, δεν είχε καμία εμπιστοσύνη ότι η περιερχόμενη με διάφορους τρόπους στο κράτος εκκλησιαστική περιουσία πήγαινε προς τη βοήθεια των ακτημόνων. Σε επιστολή του, στις 19/6/1951 προς τον πρωθυπουργό Σοφ. Βενιζέλο έγραψε:
«Δια την Εκκλησίαν είναι πικρά η πείρα του παρελθόντος, δεδομένου ότι εις πάσας τας ενεργηθείσας παραχωρήσεις, ως επί το πολύ, γαίαι και αστικά κτήματα μοναστηριακά παρεχωρήθησαν υπό του Κράτους ουχί εις ακτήμονας, χάριν των οποίων και μόνον εδόθησαν, αλλ’ εις πλουσίους και κτηματίας και εις επισήμους ακόμη, αλλά και προς τους πολιτικούς φίλους των τότε κυβερνώντων, χαρακτηρισθέντας ακτήμονας, οίτινες επώλησαν μετά ταύτα τας εκτάσεις αυτάς καταστάντες πλουσιότεροι εν ονόματι της φιλανθρωπίας και αναλώμασι των πτωχών και αναπήρων ακτημόνων».
Δεν υπονοούμε τίποτε. Απλώς οι αδιάφθοροι ελεγκτικοί μηχανισμοί πρέπει να έχουν ανοικτά τα μάτια να μην επαναληφθούν προβλήματα στις πωλήσεις ακινήτων της Εκκλησίας.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, πλην του ότι είναι ο πρώτος που ερήμην της Ιεραρχίας συμφωνεί με τον πρωθυπουργό να παραχωρηθεί –έστω υπό όρους– η εκκλησιαστική περιουσία στο κράτος, έχει και μία ακόμη πρωτιά: Ότι σε μια τόσο κρίσιμη απόφαση για το μέλλον της Ελλαδικής Εκκλησίας καταπάτησε το συνοδικό σύστημα. Η θέση του Αρχιεπισκόπου δεν εξομοιώνεται με αυτή του πρωθυπουργού.
Ο πρωθυπουργός, σύμφωνα με το σύνταγμα, έχει την όλη ευθύνη της συγκρότησης τη κυβέρνησης και της καλής λειτουργίας της.
Αντίθετα, ο Αρχιεπίσκοπος εκπροσωπεί την Εκκλησία της Ελλάδος μόνο μετά από απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου ή της Ιεραρχίας, και οφείλει πριν από κάθε σοβαρό ζήτημα πρώτα να συγκαλεί την Ιεραρχία και μετά να προσέρχεται σε συζήτηση με τον πρωθυπουργό, εκφράζοντας όχι τις δικές του απόψεις και τους δικούς του σχεδιασμούς, αλλά αυτούς της Ιεραρχίας. Ακόμα ηχούν οι λόγοι του μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, μετά την ανάληψη των αρχιεπισκοπικών καθηκόντων από τον κ. Ιερώνυμο, ότι αρχίζει μια νέα εποχή στη λειτουργία του συνοδικού συστήματος…
Το «βλέπουμε» στις εκλογές των αρχιερέων, το βιώνουμε, κατά ωμό τρόπο, στη συμφωνία για την εκκλησιαστική περιουσία του Αρχιεπισκόπου με τον Αλ. Τσίπρα…
Πέραν αυτών, κατά τις δηλώσεις στο Μέγαρο Μαξίμου για τη συμφωνία περί της τύχης της εκκλησιαστικής περιουσίας, ο Αρχιεπίσκοπος βρήκε την ευκαιρία να συγχαρεί τον πρωθυπουργό γιατί δείχνει μεγάλη καρδιά και διατηρεί το προοίμιο του συντάγματος καθώς και τα ιστορικά της σύμβολα, όπως επίσης διότι αναγνώρισε την προσφορά και τον ιστορικό ρόλο της Εκκλησίας στη γέννηση και στη διαμόρφωση της ταυτότητας του ελληνικού κράτους και του λαού.
Στις διπλωματικές σχέσεις συνηθίζεται να σημειώνονται τα θετικά αυτών των σχέσεων και να αποσιωπώνται τα αρνητικά. Ορθώς, θα έλεγε ένας διπλωμάτης. Όμως ο εκκλησιαστικός άνδρας έχει άλλη αποστολή – όχι του διπλωμάτη, ή του ειδικού στις δημόσιες σχέσεις.
Και τα αρνητικά του Αλ. Τσίπρα είναι πολλά. Θυμίζουμε μερικά: Μάθημα των θρησκευτικών, σύμφωνο συμβίωσης ομοφύλων, κατάργηση θρησκευτικού όρκου ανωτάτου άρχοντος, αναγνώριση ταυτότητας φύλου στα 15 χρόνια, κατάργηση του «Πάτερ ημών» από την πρωινή έναρξη του Γ΄ Προγράμματος, Συμφωνία των Πρεσπών… Σε αυτά ο Αρχιεπίσκοπος μάλλον συμφωνεί, ή απλώς σιωπά.
Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος