Μετά το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, στο οποίο σταματήσαμε το προηγούμενο άρθρο μας, η Αλβανία πέρασε μια περίοδο δημοκρατίας (1925-1928) και στη συνέχεια ανέλαβε την εξουσία ο βασιλιάς Ζογκ Α΄ (1928-1939), ενώ από το 1927 η Αλβανία ήταν ντε φάκτο ιταλικό προτεκτοράτο. Ο Μουσολίνι αποφασίζει να ελέγξει απολύτως την Αλβανία και εισβάλλει με το στρατό του τις 7 Απριλίου 1939, προσαρτώντας την στην Ιταλία.
Τότε η Βουλή της Αλβανίας λαμβάνει την εξής απόφαση: «Το Βασίλειο της Αλβανίας αναγνωρίζει ότι θα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με τα κράτη τα οποία θα βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση με το Βασίλειο της Ιταλίας».
Η απόφαση αυτή της κήρυξης εμπόλεμης κατάστασης με την Ελλάδα πρακτικά υποστηρίχτηκε με τη συμμετοχή επτά ταγμάτων του αλβανικού στρατού στην επιχείρηση εισβολής του ιταλικού στρατού στην Ελλάδα, στις 28 Οκτωβρίου 1940.
Το 1944 ο Ενβέρ Χότζα διακήρυξε την ακύρωση όλων των αποφάσεων των προηγούμενων κυβερνήσεων, χωρίς όμως να εκδοθεί ποτέ σχετικός νόμος που να καταργεί το νόμο του εμπολέμου με την Ελλάδα, ενώ το 1992 η κυβέρνηση Μπερίσα ακύρωσε όλες τις αποφάσεις του κομμουνιστικού καθεστώτος και επανέφερε εκείνες των κυβερνήσεων Ζογκ (Ζώγου). Αυτό στην ουσία σημαίνει ότι συνεχίζει να ισχύει τυπικά το εμπόλεμο που κήρυξε η Αλβανία εναντίον της Ελλάδας.
Μετά τη συμμετοχή της Αλβανίας στο πλευρό της Ιταλίας στον πόλεμο εναντίον της πατρίδας μας, η Ελλάδα με Βασιλικό Διάταγμα του Νοεμβρίου του 1940 τέθηκε σε εμπόλεμη κατάσταση έναντι της Αλβανίας.
Η Αλβανία από το 1944 μέχρι το 1992 έζησε ένα από τα πιο στυγνά κομμουνιστικά καθεστώτα, με την ελληνική μειονότητα της Βορείου Ηπείρου να υφίσταται τα πάνδεινα και την Ελλάδα να είναι στην κυριολεξία απλός θεατής στην πολιτική εξολόθρευσης των Βορειοηπειρωτών. Στα κολαστήρια της φυλακής Σπατς σάπισαν στην κυριολεξία όσοι Έλληνες διεκδίκησαν τα δικαιώματα της μειονότητας. Για να μη μιλήσουμε για τους ομοϊδεάτες του Εμβέρ Χότζα στην Ελλάδα, που κατηγορούσαν «ως σαμποτέρ και όργανα του ελληνικού μοναρχοφασισμού», όσους Έλληνες τολμούσαν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους.
Ο Εμβέρ Χότζα πεθαίνει το 1985 και την εξουσία αναλαμβάνει ο Ραμίζ Αλία, ο οποίος ασκεί μια κάπως πιο χαλαρή πολιτική, σε σχέση με τον προκάτοχό του.
Βρισκόμαστε στο 1987 και οι δύο χώρες τυπικά είναι αμοιβαίως σε εμπόλεμη κατάσταση.
Τότε, και ενώ έχει υποφέρει τα πάνδεινα η ελληνική μειονότητα της Β. Ηπείρου, ενώ δικαιούται αυτονομία με βάση το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, το οποίο δεν έχει ακυρωθεί, η ελληνική κυβέρνηση προβαίνει σε μια ακατανόητη πράξη. Χωρίς να εξασφαλίσει τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας και χωρίς να απαιτήσει την ταυτόχρονη άρση του εμπολέμου από πλευράς Ιταλίας, προσφέρει «δώρο» στον δικτάτορα Ραμίζ Αλία την άρση του εμπολέμου. Αυτό έγινε με σχετική απόφαση του υπουργικού συμβουλίου την 28/8/1987, με πρωτοβουλία και σχετική εισήγηση του τότε υπουργού Εξωτερικών Κάρολου Παπούλια.
Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, τον Ιούλιο του 1992 η κυβέρνηση Μπερίσα ακυρώνει όλες τις αποφάσεις του κομμουνιστικού καθεστώτος και επαναφέρει τις αποφάσεις των κυβερνήσεων Ζώγου, γι’ αυτό θεωρείται ότι τυπικά ισχύει μέχρι σήμερα το εμπόλεμο της Αλβανίας έναντι της Ελλάδας.
Από το 1992 που αρχίζει η δημοκρατική περίοδος, η Ελλάδα εξομαλύνει τις σχέσεις με την Αλβανία θεαματικά, ενώ πρέπει να σημειώσουμε ότι από τον Δεκέμβριο του 1990, που το καθεστώς Αλία παρουσιάζει σημάδια διάλυσης, μέσα σε ένα μήνα εισβάλλουν στην Ελλάδα 11.000 Αλβανοί, στους οποίους προηγουμένως είχε κλείσει ερμητικά την πόρτα η «προστάτιδα» Ιταλία.
Έκτοτε η Ελλάδα γίνεται το καταφύγιο πολλών εκατοντάδων χιλιάδων Αλβανών, όταν όλες οι χώρες είχαν τις πόρτες κλειστές σ’ αυτόν το λαό.
Θα μπορούσε δε να πει κανείς ότι από τη μια πλευρά οι Αλβανοί συνέβαλαν στην οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, όμως από την άλλη το συνάλλαγμα από την Ελλάδα κράτησε όρθια επί δεκαετίες την κατεστραμμένη αυτή χώρα, ενώ τα ελληνικά νοσοκομεία περιέθαλψαν κατά δεκάδες χιλιάδες παιδιά, γέρους, άνδρες και γυναίκες όλων των ηλικιών.
Κι ενώ όλα αυτά τα χρόνια συμβαίνουν όλα αυτά και οι μονομερείς ενέργειες φιλίας από πλευράς της Ελλάδας, χωρίς ποτέ να τίθεται το κορυφαίο ζήτημα της προστασίας των δικαιωμάτων και των περιουσιών των Ελλήνων της Β. Ηπείρου, με την ανάληψη της εξουσίας από τον Μπερίσα αρχίζει να εφαρμόζεται πολιτική δημογραφικής αλλοίωσης των ελληνικών περιοχών της Β. Ηπείρου και αρπαγής της γης τους, μια πολιτική που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας.
Και στις διεθνείς σχέσεις οι χώρες δρουν αντανακλαστικά και καλύπτουν το κενό, όταν και όπου αυτό παρουσιάζεται. Το είπαμε, η πολιτική δεν δικαιολογεί το κενό. Όταν αφήνεις κενό, πάντα έρχεται και το καλύπτει ο άλλος – και αυτό έγινε με τη Βόρειο Ήπειρο. Η εγκληματική αδιαφορία της Αθήνας εκλήφθηκε από τα Τίρανα ως μίγμα αφέλειας και αδυναμίας.
Τους επιτρέψαμε να μπουν στο ΝΑΤΟ, συναινέσαμε να αρθεί η θεώρηση εισόδου για τις χώρες της ΕΕ, και εσχάτως ο Νίκος Κοτζιάς υπέγραψε συμφωνία με την οποία η Ελλάδα αναλαμβάνει την υποχρέωση να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να προχωρήσει η διαδικασία ένταξης της Αλβανίας στην ΕΕ.
Είπαμε, μίγμα αφέλειας και αδυναμίας, και όλα αυτά ενώ το σχέδιο εξαλβανισμού της Βορείου Ηπείρου συνεχίζεται απρόσκοπτα, ενώ ο ελληνισμός της περιοχής αργοσβήνει και τα Τίρανα περιμένουν τη στιγμή που θα «ξεκουμπιστεί» και ο τελευταίος Έλληνας, για να τελειώνουν με τη Βόρειο Ήπειρο, όπως διακαώς επιθυμούν, μαζί με τους κ.κ. Κοτζιά και Φίλη.
Ο Κωνσταντίνος Κατσίφας θυσιάστηκε για να μας αφυπνίσει. Ο θάνατός του ήταν μια κραυγή αγωνίας και απόγνωσης για το μέλλον του ελληνισμού της Β. Ηπείρου.
Αντί οι πολιτικοί να παρακολουθούν σαν χαμένοι τις εξελίξεις, είναι καιρός να σκεφθούν ότι έχουμε στα χέρια μας ισχυρά χαρτιά, όπως το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, την de jure αναγνώριση των χερσαίων συνόρων, το εμπόλεμο και την ΕΕ.
Είναι καιρός να στρωθούν και να κάνουν μια στρατηγική συνολικής ρύθμισης των εκκρεμών ζητημάτων που απασχολούν τις δύο χώρες, με κορυφαίο το θέμα της εξασφάλισης των δικαιωμάτων των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου ακόμα και με καθεστώς αυτονομίας.
Η πολιτική της αφέλειας και της αδυναμίας οδηγεί στην καταστροφή και δίνει λάθος μηνύματα στα Τίρανα.