Η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε να εγκαταλείπει τα εδάφη των δυτικών Βαλκανίων μετά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1878, που έληξε με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η οποία εκτός από την ίδρυση της Μεγάλης Βουλγαρίας προέβλεπε και την αποχώρηση των Οθωμανών από το πιο σημαντικό διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο για τον σουλτάνο στην περιοχή, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, και την ανάληψη της διοίκησής της από την Αυστροουγγαρία.
Μετά από 30 χρόνια, και ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία, μετά την ήττα στους Βαλκανικούς Πολέμους, είχε μπει στην ημιτελική φάση της διάλυσής της (η τελική ήταν το πέρας του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου), οι Οθωμανοί άρχισαν να αποχωρούν από την Αλβανία και τα Σκόπια.
Είναι κρίσιμο να σημειώσουμε ότι οι Αλβανοί δεν έκαναν ποτέ εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, όταν οι άλλοι λαοί των Βαλκανίων, κυρίως Σέρβοι και Έλληνες, διεκδικούσαν με εξεγέρσεις και ένοπλο αγώνα την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους, γιατί ως έθνος ήταν διχασμένοι σε οθωμανολάτρες και σε εκείνους που ήθελαν την ανεξαρτησία τους, υπό την προστασία της Δύσης.
Για το λόγο αυτόν δεν σφυρηλατήθηκε μέσα από εθνικούς αγώνες ενιαία εθνική συνείδηση, διαδικασία που γίνεται τις τελευταίες δεκαετίες με τον «πόλεμο» στο Κοσσυφοπέδιο και την ένοπλη εξέγερση στο Τέτοβο της πΓΔΜ. Γι’ αυτόν το λόγο τα τελευταία χρόνια σφυρηλατείται και το όραμα της Μεγάλης Αλβανίας, με στόχο την ένωση όλων των Αλβανών σε ένα ενιαίο ανεξάρτητο κράτος.
Όταν λοιπόν οι Οθωμανοί άρχισαν να τα «μαζεύουν» από τα εδάφη της σημερινής Αλβανίας, εξεγέρθηκαν οι Έλληνες της Χειμάρας και απαίτησαν την ένωσή τους με την Ελλάδα. Μάλιστα, μικρή δύναμη Χειμαριωτών και Κρητών εθελοντών, με επικεφαλής τον ταγματάρχη Σπύρο Σπυρομήλιο, στις 18 Νοεμβρίου 1912 αποβιβάστηκε στην περιοχή της Χειμάρας και εκδίωξε τις οθωμανικές δυνάμεις.
Το ίδιο διάστημα, και συγκεκριμένα στις 28 Νοεμβρίου 1912, έγινε η πρώτη σύνοδος της εθνοσυνέλευσης των Αλβανών με 83 αντιπροσώπους στον Αυλώνα, η οποία ανακήρυξε την Αλβανία σε ανεξάρτητο κράτος, ενώ με τη δεύτερη σύνοδο στις 4 Δεκεμβρίου 1912 η εθνοσυνέλευση σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση που άσκησε τα καθήκοντά της μέχρι τις 22 Ιανουαρίου 1914.
Η ανεξαρτησία της Αλβανίας αναγνωρίστηκε από τη Διάσκεψη του Λονδίνου, στις 29 Ιουλίου 1913.
Όλο αυτό το διάστημα η περιοχή της Χειμάρας παρέμεινε υπό τον έλεγχο του Ελληνικού Στρατού και κήρυξε την αυτονομία της τον Φεβρουάριο του 1914, αντιδρώντας στην απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων να την εντάξουν στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος.
Εν τω μεταξύ, στις 13 Φεβρουαρίου 1914, η Πανηπειρωτική Συνέλευση, βλέποντας την απροθυμία της Αθήνας να δεχτεί την ένωση της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα και να αντιταχθεί στα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων, που την συμπεριέλαβαν στα όρια του νεοϊδρυθέντος αλβανικού πριγκιπάτου, αποφάσισε να επιδιώξει την αυτονομία. Έτσι, για να προστατευτεί ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής από ομάδες Αλβανών ενόπλων, ο εξ Αργυροκάστρου καταγόμενος Γεώργιος Χρηστάκης-Ζωγράφος, που είχε χρηματίσει υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, στις 28 Φεβρουαρίου ανακήρυξε την «Αυτόνομη Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου».
Για την ιστορία, παραθέτουμε την προκήρυξη – η οποία εκτός από τα μέλη της Πανηπειρωτικής Συνέλευσης υπογραφόταν και από τους μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως, Κορυτσάς και Βελλάς, και Κονίτσης:
Ηπειρώται,
η εν Αργυροκάστρω συνελθούσα Συντακτική Συνέλευσις των αντιπροσώπων, ους ομοφώνως ανέδειξεν η γνώμη του Λαού, ανεκύρηξεν την ίδρυσιν της Αυτονόμου Πολιτείας της Βορείου Ηπείρου, αποτελεσθησομένη εκ των Επαρχιών τας οποίας εξαναγκάζεται όπως εγκαταλίπη ο Ελληνικός Στρατός… Η Βόρειος Ήπειρος κηρύσσει την ανεξαρτησίαν της και προσκαλεί τους πολίτας της όπως υποβαλλόμενοι εις πάσαν θυσίαν προασπίσωσι την ακεραιότητα του εδάφους και τας ελευθερίας της, από πάσης προσβολής.
Η Προσωρινή Κυβέρνησις, ο Πρόεδρος Γεώργιος Χρηστάκης-Ζωγράφος
Η εμπειρία του Γεωργίου Ζωγράφου σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και διεθνών σχέσεων οδήγησε στη διεθνή αναγνώριση του καθεστώτος αυτονομίας για της Βορείου Ηπείρου.
Στο αυτόνομο κράτος, εκτός από το Αργυρόκαστρο, συμπεριλαμβάνονταν η Χειμάρα, το Δέλβινο, η Πρεμετή, οι Άγιοι Σαράντα και η Ερσέκα.
Λίγες μέρες μετά την ανακήρυξη της αυτονομίας, στις 17 Μαρτίου 1914, μεταξύ του πρίγκιπα Βιντ, επικεφαλής της αλβανικής κυβέρνησης, και του Γεωργίου Χρηστάκη-Ζωγράφου, προέδρου της «Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου», υπεγράφη το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, που ίδρυε την Αυτόνομη Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου, ως μέρος της επικράτειας του νεοϊδρυθέντος αλβανικού κράτους.
Με την υπογραφή του επικράτησε ειρήνη μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών και αναγνωρίστηκαν τα δικαιώματα των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου.
Λίγους μήνες μετά το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, τον Οκτώβριο του 1914, ο ελληνικός στρατός μπαίνει για δεύτερη φορά στη Βόρειο Ήπειρο, ακυρώνοντας στην ουσία την αυτόνομη κυβέρνηση. Στις εκλογές της Ελλάδας της 1ης Ιανουαρίου 1916 συμμετέχουν και οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου των νομών Αργυροκάστρου και Κορυτσάς, εκλέγοντας 18 βουλευτές, οι οποίοι γίνονται δεκτοί στο ελληνικό Κοινοβούλιο με χειροκροτήματα από τους υπόλοιπους βουλευτές.
Τον Μάρτιο, με Βασιλικό Διάταγμα ανακηρύχθηκε η ένωση της περιοχής με την Ελλάδα, κίνηση που προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Ιταλίας και συνακόλουθα την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, που ακύρωσαν στην πράξη το διάταγμα της ένωσης με την Ελλάδα.
Οι Ιταλοί, επωφελούμενοι από τον Εθνικό Διαχασμό, τον Αύγουστο του 1916 καταλαμβάνουν τη Χειμάρα και το Τεπελένι, και με την αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων ολόκληρη τη Βόρειο Ήπειρο.
Στις 3 Ιουνίου 1917 οι Ιταλοί εισβολείς κηρύσσουν πανηγυρικά την ενοποίηση και την ανεξαρτησία της Αλβανίας υπό ιταλική κυριαρχία, ενώ το 1921 αποφασίστηκε η οριστική επιδίκαση της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία, ακυρώνοντας ντε φάκτο το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας.
Η οριστική επιδίκαση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία επικυρώθηκε στις 27/11/1925 με το Δεύτερο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, το οποίο όμως δεν αναγνωρίζει η Ελλάδα.
Σύμφωνα με τον πρέσβη επί τιμή Αλέξανδρο Μαλλιά, «τα χερσαία σύνορα της Ελλάδος με την Αλβανία δεν έχουν οριστικοποιηθεί και αναγνωρισθεί de jure από την Ελλάδα. Πράγμα που θα επέτρεπε στην Αθήνα –αν υποθέσουμε ότι το επιδιώκει και το επιθυμεί– να παραμείνει στην πάγια θέση της περί της μη αναγνώρισης του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας του 1925. Η ρητή του αναγνώριση είναι διακαής πόθος της Αλβανίας. Άρα, η –έναντι ουσιαστικών ανταλλαγμάτων– αναγνώρισή του από την Αθήνα, μας παρέχει σημαντικό περιθώριο διαπραγμάτευσης».
Αυτά είναι τα βασικά ιστορικά στοιχεία που αφορούν τη Βόρειο Ήπειρο. Στο άρθρο μας της Κυριακής θα ολοκληρώσουμε τη συνοπτική μας αναφορά σ’ αυτόν τον τόπο, δικαιολογώντας τον τίτλο του σημερινού μας άρθρου.