Μου γίνεται όλο και δυσκολότερο να βλέπω το κακό ν’ απλώνει τ’ άπειρα παρακλάδια του παντού μέσα στον κόσμο και τις ζωές μας. Όλο και πιο πολύ με κάνει να βαριέμαι αφόρητα τις περιπτωσιολογικές αναλύσεις για καθένα απ’ τα αμέτρητα πλοκάμια που –με τη σειρά τους– διακλαδίζονται σε δεκάδες αποφυάδες. Κουράστηκα… Καθένα απ’ τα παραπλόκαμα, πότε ρίχνει μια δυνατή στον ένα, πότε δένει χειροπόδαρα τον άλλον και πότε βάζει τρικλοποδιά στον παραδίπλα. Κι αυτός που τρώει την δηλητηριώδη κατραπακιά πέφτει πάνω στους άλλους τους διπλανούς του και τους τσακίζει κι αυτούς. Δαιμονικές καραμπόλες και περιπλοκές…
Δεν τελειώνουν τα πλοκάμια που μας έχουν ζώσει και μας σφίγγουν, μας κεντάν και μας ματώνουν· που μας πνίγουν με τη δυσωδία τους.
Κι αν είσαι τυχερός και κόψεις από κανένα, φυτρώνουν δυο στη θέση τους. Κι ο Ιόλαος που ήταν να καυτηριάσει την πληγή απάνω στην τομή που ’κανες, λείπει. Είναι στη δεύτερη δουλειά που έπιασε (την αδήλωτη), για να τα βγάλει πέρα. Ή έφυγε σ’ άλλη χώρα∙ ρημάδα ανάγκη – κακούργα ξενιτιά. Ή κάθεται άπραγος κι απογοητευμένος. Με σένα θα ασχολείται; Ο Ιόλαος είναι, όχι ο Σάντσο Πάντσα.
Αντί να καθόμαστε με τις ώρες και να μελετάμε τα παραπλόκαμα και να συζητάμε γύρω από το κάθε ένα που ξεφυτρώνει κάθε μέρα και ώρα μπροστά μας, πρέπει να βρούμε το κεφάλι του τέρατος∙ για να το κόψουμε μια και καλή. Αλλιώς ματαιοπονούμε και χάνουμε την ώρα μας. «Βλέπετε ουν πώς ακριβώς περιπατείτε, μη ως άσοφοι, αλλ’ ως σοφοί, εξαγοραζόμενοι τον καιρόν, ότι αι ημέραι πονηραί εισί» παραγγέλνει ο Θεοφώτιστος Παύλος. Μη χάνουμε άλλο τον καιρό μας, ότι χάνουμε την πατρίδα μας λίγο-λίγο.
Δεν κάθισε ο Ηρακλής να μετράει και να σχολιάζει το καθένα από τα κόπρανα ξεχωριστά όταν ανέλαβε να καθαρίσει την κόπρο στους στάβλους του βασιλιά Αυγεία. Το φαντάζεστε να έμενε στα σχόλια και στις διαπιστώσεις; «Δες ένα… περιττωματάκι εδώ, δες κι ένα παραπέρα∙ δες κι ένα τρίτο – κοίτα το βρε παιδί μου να δεις πού πήγε και στάθηκε!…». Μα τι ένα! Εκεί το πράμα ήταν κοπρανοθάλασσα, ένας βόθρος επικών διαστάσεων.
Δεν έμεινε στις περιγραφές ο Ηρακλής∙ έδρασε. Εξέτρεψε τα νερά των ποταμών. Έφτιαξε ένα γιγάντιο φυσικό καζανάκι που παρέσυρε και ξέπλυνε τη σωρευμένη από χρόνια κόπρο.
Και μάλιστα, όπως μας το περιγράφει ο Διόδωρος, τον άθλο ο ήρωας «χωρίς αισχύνης επετέλεσεν, ουδέν υπομείνας ανάξιον της αθανασίας». Αν παρομοιάσουμε το πρόβλημα με φίδι, τότε μπορούμε να πούμε πως ο μυθικός ήρωας πήγε κατευθείαν για το κεφάλι, για να τελειώνει μαζί του αξιοπρεπώς, μια και καλή και χωρίς ανούσιες αψιμαχίες.
Έτσι μοιάζει κι η πατρίδα μας σήμερα: με τους στάβλους του Αυγεία. Όσοι έχουν αγωνία, φιλότιμο, ευαισθησία, συμπόνοια, φιλοπατρία, υπευθυνότητα και θάρρος, προσπαθούν. «Έκαστος εφ’ ω ετάχθη» με το φτυαράκι του –ή και με τα χέρια καμιά φορά– πιάνει να καθαρίσει. Κάνει ό,τι μπορεί και λερώνεται κιόλας. Άσε που αρκετοί τριγύρω τον λοιδορούν και τον εμφανίζουν ως γραφικό, περίεργο, φανατικό κι ακραίο. Μερικοί άλλοι μπορεί να τον μαλώσουν κι από πάνω. «Τι θες και τ’ ανακατεύεις τώρα καημένε; Δεν ξέρεις πως όταν τα σκαλίζεις μυρίζουν περισσότερο;».
Γιατί –ναι!– υπάρχει και «της κοπριάς τ’ άνθος». Υπάρχουν τα σαπρόφυτα που διαχρονικά ευδοκιμούν, ακμάζουν κι ευημερούν μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση. Τρέφονται και πλουτίζουν από αυτήν∙ λιγότερο ή περισσότερο, ανάλογα με τη θέση τους σ’ αυτήν την ιδιότυπη τροφική αλυσίδα. Αυτοί είναι άνθρωποι που έχουν προσκυνήσει για τα καλά τον «κοσμοκράτορα του αιώνος τούτου».
Άτομα που νοιάζονται μόνο για το χρήμα, την εξουσία και τις κάθε είδους πρόσκαιρες ηδονές που έχει να τους προσφέρει ο υλικός κόσμος.
Ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε «περσόνα» υιοθετούν, από τις μεταμφιέσεις τους, από τη θέση τους κι από τι λένε στα λόγια. Με τα έργα και τα πεπραγμένα τους καθημερινά λατρεύουν και υμνούν τον πατέρα τους τον «όφιν τον αρχέκακον». Και είναι το ίδιο σταθερά αμετανόητοι με αυτόν. Αντί να αλλάξουν οι ίδιοι μυαλά, μετέρχονται κάθε δόλιο μέσο ώστε να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίον αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο όλοι οι υπόλοιποι. Να φέρουν όλον τον κόσμο στα μέτρα τους και να μας πείσουν ότι το να ζούμε μέσα στην κοπριά, τη βρομιά και τη δυσωδία είναι το φυσιολογικό.
Αυτοί, όμως, με το απόλυτα κοσμικό τους φρόνημα, είναι έτσι: προσκυνημένοι και παραδομένοι ψυχή τε και σώματι∙ δύσκολα αλλάζουν. Στους άλλους, τους πολλούς απευθύνομαι, τους πονεμένους∙ αυτούς που «δεν περνάνε καλά». Κακοί, στραβοί κι ανάποδοι είμαστε. Και από γνήσια πνευματικότητα άστα να πάνε. Αλλά το καλό, τ’ όμορφο και το νοικοκυρεμένο ακόμα ξέρουμε και το γνωρίζουμε. Και λίγο φιλότιμο μας έχει απομείνει.
«Ίτε» βρε «παίδες», λοιπόν! Αποκόψτε την κεφαλήν του όφεος! Αυτόν τον φιλοτομαρισμό εννοώ που καταργεί τον κάθε κανόνα του «ευ αγωνίζεσθαι». Τα ακόρεστα θέλω, την αρχομανία και το φθόνο. Προσπαθήστε το λίγο∙ να γίνετε καθαρά, σιγανά ποταμάκια – αυτά που πρέπει οι φαύλοι να φοβούνται. Κι ενωθείτε γρήγορα σε χείμαρρο, για να καθαρίσετε την κόπρο. Γρήγορα, όμως!