Μπορεί η κατάθλιψη να θεωρείται η μάστιγα του 21ου αιώνα έχοντας λάβει διαστάσεις επιδημίας, όμως μια άλλη διαταραχή, πιο ήπια αλλά εξίσου σοβαρή, ταλαιπωρεί πολλούς ανθρώπους και μάλιστα κρύβοντας πολλές φορές την ύπαρξή της. Ο λόγος για τη δυσθυμία, μια μορφή ήπιας αλλά χρόνιας κατάθλιψης, που χαρακτηρίζεται από τα συναισθήματα της θλίψης, την έλλειψη κινήτρου και ενδιαφέροντος σχεδόν για οτιδήποτε, αλλά και από σωματικά συμπτώματα, όπως αϋπνία, δυσκολία στη συγκέντρωση και έλλειψη ενέργειας.
Η δυσθυμία ανήκει στις κυριότερες μορφές κλινικής κατάθλιψης, με τα συμπτώματά της να είναι πιο ήπια αλλά με πολύ μεγαλύτερη διάρκεια. Μάλιστα, σύμφωνα με την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία μπορεί να υπάρχουν ακόμη και για δύο χρόνια χωρίς να γίνονται αντιληπτά.
Τα συμπτώματα αυτά είναι μειωμένη όρεξη ή υπερφαγία, αϋπνία ή υπερβολικός ύπνος, χαμηλά επίπεδα ενέργειας ή επίμονη κούραση, χαμηλή αυτοεκτίμηση, αναποφασιστικότητα ή έλλειψη συγκέντρωσης και αίσθημα απελπισίας.
Ο όρος δυσθυμία προκύπτει από το πρόθεμα δυσ- που διαθέτει αρνητικό φορτίο, και τη λέξη θυμός με την έννοια της ψυχής. Η κυριολεκτική της σημασία είναι κακή ψυχολογική κατάσταση, όμως δεν πρέπει να συγχέεται με την απλή κακή διάθεση που μπορεί να έχει κανείς στην καθημερινότητά του.
Τα συμπτώματα της δυσθυμίας είναι κοινά με εκείνα της μείζονος κατάθλιψης, η οποία μπορεί επίσης να παρουσιάζει ψυχοκινητικά συμπτώματα, κυρίως λήθαργο ή νευρικότητα, αλλά και ανηδονία, δηλαδή αδυναμία του ατόμου να αισθανθεί απόλαυση.
Η δυσθυμία ή αλλιώς επίμονη καταθλιπτική διαταραχή είναι μια χρόνια διαταραχή, με συμπτώματα που διαρκούν τουλάχιστον δύο χρόνια και έναν χρόνο στα παιδιά και τους εφήβους, ακόμη και αν κατά καιρούς υπάρχουν περίοδοι φυσιολογικής διάθεσης. Η δυσθυμία εντοπίζεται κυρίως από τη διάρκεια των συμπτωμάτων (τουλάχιστον δύο χρόνια), ωστόσο πολλές φορές ξεγελά τους ασθενείς, αφού είναι πολύ εύκολο η διάθεση και η συμπεριφορά τους να παρερμηνευθεί από το περιβάλλον τους.
Αυτό συμβαίνει επειδή δείχνουν φυσιολογικοί, με αποτέλεσμα να μην απευθύνονται σε ειδικούς ούτε οι ίδιοι, ούτε κάποιος από το περιβάλλον τους. Έτσι, η αντιμετώπιση του προβλήματος δεν ξεκινά εγκαίρως, η κατάσταση γίνεται χρόνια και ο ασθενής χαρακτηρίζεται ωε τεμπέλης ή αδιάφορος, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα από τα δύο, παρόλο που παρουσιάζει σημαντική δυσκολία στο να λειτουργήσει.
Οι ειδικοί τονίζουν ότι παρόλο που η δυσθυμία είναι πιο ήπια από την κατάθλιψη, αν δεν διαγνωστεί και αντιμετωπιστεί εγκαίρως μπορεί να γίνει καταστροφική για την καθημερινότητα του ατόμου. Κάποιοι ασθενείς δεν αποκλείεται να αναπτύξουν μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να λειτουργήσουν, ακόμη και να γίνουν επικίνδυνοι για τον εαυτό τους, ενώ παρουσιάζουν αυξημένες πιθανότητες να προσβληθούν από άνοια.
Η αντιμετώπιση της δυσθυμίας γίνεται με ψυχοθεραπεία και χορήγηση αντικαταθλιπτικών όταν είναι απαραίτητο, ωστόσο απολύτως απαραίτητο είναι να καταλάβει ο ασθενής ότι μπορεί να ξεπεράσει αυτήν την κατάσταση και να θέλει να απαλλαγεί από αυτήν.