Η κρίση των Ιμίων, που στοίχισε στην πατρίδα μας το «γκριζάρισμα» του Αιγαίου, ξεκίνησε από ένα φαινομενικά τυχαίο γεγονός, όταν στις 25 Δεκεμβρίου 1995 το τουρκικό φορτηγό πλοίο «Figen Akat» προσάραξε σε αβαθή ύδατα κοντά στην Μικρή (Ανατολική) Ίμια. Τότε ο πλοίαρχος του μικρού φορτηγού δήλωσε στις ελληνικές Αρχές που έσπευσαν στο σημείο για να το αποκολλήσουν ότι βρισκόταν σε τουρκική περιοχή, και άρα οι τουρκικές Αρχές είχαν την αρμοδιότητα να του προσφέρουν βοήθεια.
Όταν το θέμα τέθηκε διά της διπλωματικής οδού υπ’ όψιν του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, εκείνο ενημέρωσε την ελληνική πρεσβεία ότι, ανεξαρτήτως του ποιος θα ανελάμβανε τη διάσωση του πλοίου, υπήρχε γενικότερα θέμα με τα Ίμια.
Τελικά, αν και το τουρκικό φορτηγό στις 28 Δεκεμβρίου δέχτηκε την αποκόλληση από δύο ελληνικά ρυμουλκά, την επόμενη μέρα το τουρκικό ΥΠΕΞ επέδωσε ρηματική διακοίνωση στο αντίστοιχο ελληνικό, στην οποία αναφέρεται ότι οι βραχονησίδες Ίμια είναι καταχωρισμένες στο κτηματολόγιο του νομού Μούγλων και ανήκουν στην Τουρκία. Ήταν η πρώτη φορά που η Τουρκία όχι απλά αμφισβητούσε την ελληνικότητα, αλλά έθετε θέμα ιδιοκτησίας ελληνικών νησιών.
Ενώ λοιπόν η Ελλάδα ζούσε υπό το βάρος αυτής της ανοιχτής διεκδίκησης, στις 25 Ιανουαρίου 1996 ο τότε δήμαρχος της Καλύμνου Δ. Διακομιχάλης, συνοδευόμενος από τον αστυνομικό διευθυντή Καλύμνου Γ. Ριόλα και δύο κατοίκους του νησιού, ύψωσε την ελληνική σημαία στη Μικρή Ιμια, ενώ την επόμενη μέρα υψώθηκε η σημαία και στην άλλη βραχονησίδα.
Επειδή οι καιροί είναι πραγματικά δύσκολοι και επειδή υπάρχει περίπτωση η Ελλάδα να συρθεί και πάλι σε μια κρίση που μπορεί να εξελιχθεί σε σύγκρουση με την Τουρκία, με αφορμή την έξοδο του «Barbaros» για έρευνες στην κυπριακή και ελληνική υφαλοκρηπίδα και τη δεδηλωμένη, μέσω της ανακοίνωσης του Συμβουλίου Ασφαλείας, αποφασιστικότητα της τουρκικής κυβέρνησης «να προστατέψει και να υπερασπιστεί τα δικαιώματα και τα συμφέροντα της Τουρκίας στην Κύπρο και το Αιγαίο με κάθε μέσον», πρέπει να δώσουμε σημασία στα βήματα που έγιναν τότε και μας οδήγησαν σε μια κρίση που μπορεί να χαρακτηριστεί εθνική ήττα, για να μην ξανακάνουμε τα ίδια λάθη.
Τότε, στις 27 Ιανουαρίου, η τουρκική πλευρά, ως απάντηση στην τοποθέτηση των ελληνικών σημαιών στις νησίδες Ίμια, έστειλε στη Μικρή Ίμια δύο δημοσιογράφους της Hürriyet με ελικόπτερο, υπέστειλαν την ελληνική σημαία και ύψωσαν την τουρκική. Το περιστατικό καταγράφηκε σε τηλεοπτική κάμερα, και το βράδυ όλα τα τουρκικά τηλεοπτικά κανάλια μετέδιδαν τις εικόνες της υποστολής της ελληνικής και της τοποθέτησης της τουρκικής σημαίας.
Το πρωί της επόμενης μέρας, ένα περιπολικό του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, το «Αντωνίου», κατέβασε την τουρκική και ύψωσε την ελληνική σημαία.
Εκεί αρχίζει η δεύτερη φάση κλιμάκωσης της έντασης, με ευθύνη της ελληνικής πλευράς.
Για να μην παρεξηγηθούμε, χειρών αδίκων ήρξατο η Τουρκία, η οποία όχι απλώς αμφισβήτησε, αλλά δήλωσε ότι τα δύο ελληνικά νησιά είναι τουρκικής ιδιοκτησίας και εγγεγραμμένα στο κτηματολόγιο του νομού Μούγλων. Όμως εδώ εξετάζουμε τα στάδια και τα βήματα της κλιμάκωσης της κρίσης.
Γιατί όπως τότε έτσι και τώρα, μπορεί να υπάρχουν κέντρα που θέλουν και πάλι μια ελληνοτουρκική κρίση, για να ξεκαθαρίσουν ορισμένα πράγματα στην περιοχή.
Δεν έχει διευκρινιστεί ακριβώς ποιος έδωσε την εντολή, πάντως η τοποθέτηση ελληνικής σημαίας χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολογία για να αποβιβαστούν και να εγκατασταθούν μόνο στη Μικρή Ίμια βατραχάνθρωποι του Πολεμικού Ναυτικού. Η ενέργεια αυτή έγινε για να προστατέψουν τη σημαία από μια άλλη τουρκική ενέργεια.
Αυτό ήταν. Η Ελλάδα έκανε το λάθος βήμα και στρατιωτικοποίησε μια κρίση που μέχρι τότε περιοριζόταν σε διπλωματικές κινήσεις και κινήσεις πολιτών και από τις δύο πλευρές.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Στις 30 Ιανουαρίου η πρωθυπουργός της Τουρκίας Τανσού Τσιλέρ δήλωσε κατηγορηματικά μέσα στην τουρκική Βουλή ότι την επόμενη μέρα η ελληνική σημαία και ο ελληνικός στρατός θα απομακρυνθούν από τα Ίμια, και στις 01:40 της 31ης Ιανουαρίου Τούρκοι βατραχάνθρωποι αποβιβάστηκαν στην Μεγάλη Ίμια, που είχε μείνει αφύλακτη, για να ακολουθήσει η απόσυρση των στρατιωτικών τμημάτων και των δύο χωρών από τα νησιά και να καταστούν αυτά έκτοτε περιοχή στην οποία δεν ασκεί πλήρη κρατική κυριαρχία η Ελλάδα. Με άλλα λόγια, εξαιτίας των λάθος χειρισμών, σε μια περίπτωση που η Ελλάδα είχε και έχει 100% δίκιο, φθάσαμε στο σημείο να χάσουμε στην ουσία εθνικό έδαφος, μαζί με τα τρία αδικοχαμένα παλικάρια, τους υποπλοίαρχους Χριστόδουλο Καραθανάση και Παναγιώτη Βλαχάκο και τον αρχικελευστή Έκτορα Γιαλοψό. Γιατί όσο δεν μπορούμε να ασκήσουμε πλήρη κυριαρχία στα Ίμια, είναι σαν έχουμε χάσει εθνικό έδαφος.
Ας έλθουμε τώρα στην περίπτωση του σεισμογραφικού πλοίου «Barbaros», το οποίο ετοιμάζεται να ξεκινήσει παράνομες έρευνες στις περιοχές που δέσμευσε με παράνομη Navtex η Άγκυρα, οι οποίες περιοχές βρίσκονται μέσα στη νόμιμα και με βάση το Διεθνές Δίκαιο διακηρυγμένη Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, πάντα με βάση το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας.
Η Τουρκία λοιπόν ξεκινάει και πάλι πρώτη τα βήματα της κρίσης που είναι πολύ πιθανό να ξεσπάσει στην Ανατολική Μεσόγειο, όμως πρέπει να σημειώσουμε τα εξής:
Η δέσμευση περιοχής με παράνομη Navtex είναι μια διπλωματική-γραφειοκρατική ενέργεια, και η παρουσία και διεξαγωγή ερευνών του «Barbaros» στην ελληνική υφαλοκρηπίδα και την κυπριακή ΑΟΖ είναι παράνομη πράξη που πρέπει να καταγγελθεί. Όμως με βάση αυτά που γνωρίζουμε, το «Barbaros» δεν συνοδεύεται από τουρκικά πολεμικά πλοία.
Προσοχή λοιπόν, οι κινήσεις που θα κάνει η φρεγάτα «Νικηφόρος Φωκάς» αλλά και όποιες άλλες μονάδες των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων βρεθούν στην περιοχή, να μην δώσουν την ευκαιρία στην Τουρκία να στρατιωτικοποιήσει και πάλι την κρίση.
Προσοχή, μεγάλη προσοχή. Τα παθήματα πρέπει να μας γίνονται μαθήματα.