Το ζήτημα της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τους πολίτες τέθηκε στο συνέδριο με θέμα «Προεδρική Δημοκρατία versus Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας», που συνδιοργανώνουν στη Λευκωσία, η Βουλή των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας και το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία.
Κατά την εισαγωγική του ομιλία στο συνέδριο, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος τάχθηκε υπέρ της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, προειδοποιώντας πως η απευθείας από το λαό εκλογή του ΠτΔ θα οδηγούσε προς την κατεύθυνση της Προεδρικής Δημοκρατίας.
Ο Παυλόπουλος, μεταξύ άλλων και καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, προειδοποίησε πως μιας τέτοια πολιτειακή πραγματικότητα «θα κατέληγε, οιονεί νομοτελειακώς, σε ένα είδος θεσμικής και πολιτικής “δυαρχίας” στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία έρχεται σε αντίθεση προς την κοινοβουλευτική παράδοση και λειτουργία του Ελληνικού Πολιτεύματος».
Ωστόσο, αυτό που αμέλησε να εξηγήσει ο ΠτΔ είναι πως στην περίπτωση που το πολίτευμα κατέληγε στην Προεδρική Δημοκρατία, δεν θα υπήρχε κανένα ζήτημα «δυαρχίας» μιας και ανώτατος άρχων, θεσμικά αλλά και ουσιαστικά, θα ήταν ο Πρόεδρος και όχι ο πρωθυπουργός της χώρας. Όπως ακριβώς ισχύει βέβαια στις περιπτώσεις των ΗΠΑ και της Γαλλίας.
Το δίλημμα το οποίο θέτουν τα Κοινοβούλια Ελλάδας και Κύπρου με το εν λόγω σύνεδριο είναι μάλλον άστοχο και άκαιρο, δεδομένων των μείζονων πολιτικών προβλημάτων του Ελληνισμού. Άλλα είναι τα ζητήματα που οφείλουμε να εξετάσουμε για την πολιτειακή εξέλιξη της χώρας μας.
Συγκεκριμένα, όπως παραδέχτηκε και ο ΠτΔ στην ομιλία του: «Στη γνήσια Προεδρική Δημοκρατία η Βουλή ουδόλως εξαρτάται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με την έννοια ότι ο τελευταίος π.χ. δεν μπορεί ούτε να διαλύσει την Βουλή ούτε καν να αναστείλει τις εργασίες της. Κατά τούτο, την Προεδρική Δημοκρατία χαρακτηρίζει μια σαφής –αν και όχι απόλυτη de jure και de facto– ανεξαρτησία μεταξύ Νομοθετικής και Εκτελεστικής Εξουσίας».
Ως μείζον επομένως ζήτημα κρίνεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, ένας βασικός πυλώνας δημοκρατίας και μια δημοκρατική προϋπόθεση η οποία δεν πληρείται στην Ελληνική «Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία». Η εν λόγω αρχή, η οποία αποτελεί σήμερα δημοκρατική πολιτική κατάκτηση, αποτελεί έμπνευση του Αριστοτέλη, ενώ ο Μοντεσκιέ την έθεσε σε σύγχρονες νόρμες τον 18ο αιώνα.
Τέλος, ένα ακόμα σοβαρότατο ζήτημα που δεν φαίνεται να απασχολεί το συνέδριο, είναι ο σκοπός και ο λόγος ύπαρξης ενός θεσμού όπως ο ΠτΔ, με καθαρά συμβολικά χαρακτηριστικά. Ο «ρυθμιστής τους πολιτεύματος» σύμφωνα με το Σύνταγμα, έχει καταλήξει σε έναν αδύναμο και άκομψο πολιτειακό ρόλο, ο οποίος προκαλεί πολιτική σύγχυση εντός και εκτός της χώρας.
Η πραγματικότητα είναι πως μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, οι αρμοδιότητες του ΠτΔ αποψιλώθηκαν. Χειρότερο δε είναι το γεγονός, πως οι εναπομείνασες αρμοδιότητες του περιλαμβάνουν έκτακτους νόμους της κυβέρνησης για να παρακάμπτεται το Κοινοβούλιο (άρθρο 44§1 Συντάγματος), και η απονομή χάρης σε καταδικασθέντες υπουργούς (άρθρο 47§2 Συντάγματος)!
Εάν λοιπόν αναλογιστεί κανείς πως πρόκειται για ένα μη εκλεγμένο αξίωμα, με μηδαμινές, αν όχι εθνοφθόρες, αρμοδιότητες, εύλογα αναρωτιέται ποια η χρησιμότητα του θεσμού του ΠτΔ και αν έχει έρθει η ώρα για τον εκσυγχρονισμό του.
Σταύρος Καλεντερίδης – πολιτικός επιστήμονας.