Τι γράφαμε τόσα χρόνια; Γράφαμε ότι το Κυπριακό, καμιά 60αριά χρόνια από τις διακοινοτικές ταραχές και 44 (πλέον) χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, μπορεί να επιλυθεί μόνο με δύο τρόπους. Είτε διά της οριστικής διχοτόμησης, είτε στη βάση μιας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Απολύτως κανένας. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Αυτή είναι η οδυνηρή, αν προτιμάτε ορισμένοι, πραγματικότητα. Οτιδήποτε άλλο είναι ανεδαφικό. Ούτε ενιαίο κράτος μπορεί να υπάρξει –με τον τρόπο, τουλάχιστον, που οι περισσότεροι Ελληνοκύπριοι το οπτασιαζόμαστε– ούτε «επανατοποθέτηση» του προβλήματος στις περιβόητες «σωστές του διαστάσεις» μπορεί να γίνει και, ασφαλώς, ούτε έχουμε τη δυνατότητα να τους «πετάξουμε στη θάλασσα», όπως επίσης επιθυμούν ορισμένοι.
Τι γράφαμε τόσα χρόνια; Γράφαμε ότι μπορούμε, αν θέλετε, να συνεχίσουμε να αλληλο-κοροϊδευόμαστε (ως προς τη βάση λύσης) για άλλα 44 ή 144 χρόνια.
Είναι μια επιλογή. Μπορούμε, επίσης, να καρτερούμεν μέρα νύχτα να φυσήσει ένας αέρας ή να περιμένουμε πάλι με χρόνους, με καιρούς, να γυρίσει ο τροχός. Άλλωστε, μόλις 565 χρόνια έχουν περάσει από την άλωση της Πόλης, μπορεί, υποθέτω, να σωπάσει για μερικές ακόμα εκατοντάδες η κυρά Δέσποινα. Μπορούμε, επίσης, να περιμένουμε την εκπλήρωση των προφητειών, τον ερχομό του ξανθού γένους, την επιστροφή του μαρμαρωμένου βασιλιά, την αυτοδιάλυση της Τουρκίας…
Είναι κι αυτές κάποιες επιλογές. Μόνο που, όσο κι αν βρίσκουν έδαφος σε μια μεγάλη μερίδα του λαού, επιρρεπή στο παραμύθιασμα, δεν σημαίνει ότι έχουν και ίχνος σοβαρότητας. Η πραγματικότητα είναι εκεί. Επαναλαμβάνω, ας τη βαφτίσουμε οδυνηρή (το είπε και ο πρόεδρος τις προάλλες –«οδυνηρός, αλλά αναγκαίος ο συμβιβασμός», είπε), ας τη βαφτίσουμε όπως θέλουμε, όμως είναι εκεί.
Τι γράφαμε τόσα χρόνια; Γράφαμε ότι το εγχείρημα δεν είναι εύκολο, απεναντίας, πάρα πολύ δύσκολο, τεράστιες οι διαφορές, αλλά το πλαίσιο είναι αυτό, δεν αλλάζει και είναι το μόνο που, υπό προϋποθέσεις πάντα, μπορεί να οδηγήσει σε λύση. «Όποιος ισχυρίζεται ή πιστεύει το αντίθετο», γράφαμε, «είτε δεν ξέρει πού πάνε τα τέσσερα του, είτε διατηρεί ειλικρινείς μεν, ανεδαφικούς δε ευσεβοποθισμούς για μοντέλα που δεν υπάρχουν ούτε μπορούν να μπουν στο τραπέζι, είτε είναι θιασώτης της “δεύτερης καλύτερης λύσης”, δηλαδή της διχοτόμησης. Που κι αυτό σεβαστό είναι ως άποψη, αρκεί κανείς να μην την ψιθυρίζει μόνο στους διαδρόμους, να μην την επιδιώκει διά της πλαγίας, αλλά να την καταθέσει προς συζήτηση για να ξέρουμε πού πατούμε και πού βρισκόμαστε. Και, κυρίως, να προετοιμαστούμε για τις συνέπειές της, ώστε να μην καταλήξουμε, για άλλη μια φορά να αναφωνήσουμε εκ των υστέρων το περιβόητο “…ήταν ευλογία συγκρινόμενες με το ό,τι ακολούθησε…”, που ειπώθηκε για τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου».
Λέγαμε, εν ολίγοις, ότι το πλαίσιο της λύσης (η ΔΔΟ) είναι μια πραγματικότητα που την οποία οφείλαμε να κοιτούσαμε κατάματα, χωρίς δαιμονοποιήσεις, προσπαθώντας από κοινού –και καλλιεργώντας κουλτούρα λύσης στον κόσμο– για την εξεύρεση του περιβόητου «σωστού περιεχομένου». Τι γράφαμε τόσα χρόνια; Γράφαμε ότι αναγνωρίζοντας τη ΔΔΟ ως το μοναδικό πλαίσιο λύσης, δεν σημαίνει ότι αποδεχόμαστε και το «όποιο περιεχόμενο», όπως καθιερώθηκε να λέγεται από μια συγκεκριμένη σχολής σκέψης. Λέγαμε ότι υπάρχουν διαφωνίες και διαφορετικές ερμηνείες.
Η τουρκοκυπριακή πλευρά εμφανίζεται να θέλει μόνιμες παρεκκλίσεις από το ευρωπαϊκό κεκτημένο, περιορισμό των βασικών ελευθεριών, πληθυσμιακές πλειοψηφίες.
Εμείς πάλι όχι. Και φυσικά, όχι εγγυήσεις. Άλλωστε, κάποιοι από εμάς που το 2004 είπαμε «όχι» στο Σχέδιο Ανάν, το είπαμε με την ελπίδα ότι το ευρωπαϊκό κεκτημένο θα διόρθωνε καθοριστικά αυτές τις πτυχές της λύσης. Οπόταν, η προσπάθεια –η μόνη εφικτή προσπάθεια– ήταν η διαπραγμάτευση, με στόχο να καταλήξουμε σε μια λειτουργική και βιώσιμη λύση στη βάση του εφικτού πλαισίου. «Δεν υπάρχει εναλλακτικός δρόμος. Οτιδήποτε άλλο, οδηγεί σ’ αυτό που προσπαθούμε (υποτίθεται;) να αποφύγουμε. Τη διχοτόμηση».
Τι γράφαμε τόσα χρόνια; Γράφαμε ότι η «παρούσα κατάσταση», η προτιμητέα για πολλούς, «η οποία παρέχει ένα είδος ασφάλειας ή και βολέματος που ενδεχομένως να μας οδηγεί σε σκέψεις παρόμοιες μ’ αυτές του παρελθόντος –”Διά τούτο φρονώ, ότι δεν πρέπει να σπεύσωμεν”– είναι ουσιαστικά μια ουτοπία, καθότι δεν είναι μια αμετάβλητη κατάσταση. Ούτε είμαστε σε θέση να την εγγυηθούμε και να τη διασφαλίσουμε. Ποτέ δεν ήταν, άλλωστε, αμετάβλητη. Απεναντίας, χρόνο με τον χρόνο γίνεται χειρότερη». Συνεπώς, η έγνοια της λύσης και η κουλτούρα λύσης θα έπρεπε να ήταν βαθύτερα εμπεδωμένες στον λαό, ο οποίος αποκοιμιόταν με μύθους και συνθήματα.
Τι γράφαμε τόσα χρόνια; «Μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτό το πλαίσιο; Ασφαλώς. Μόνο, όμως, προς τα “εμπρός”, όχι προς τα πίσω. Δεν νομίζω να έχει κανείς αυταπάτες γι’ αυτό. Εάν η Διζωνική Ομοσπονδία αποδειχθεί ανέφικτη (που μπορεί και να είναι μετά από 50 χρόνια –μην προσπερνάτε τη σημείωση) τότε ακολουθεί η συνομοσπονδία, το βελούδινο διαζύγιο, τα δύο κράτη, η οριστική διχοτόμηση, η τελεσίδικη δηλαδή απώλεια της μισής πατρίδας. Σε μια τέτοια περίπτωση, και θα κοπούμε και θα έχουμε μείνει αξύριστοι».
Αυτά τα ολίγα (κάτι σαν μικρή ανασκόπηση μπροστά στα όσα συζητιούνται, κυρίως παρασκηνιακά, τους ψίθυρους και τις «νέες ιδέες» που βάζουν κάποιοι στο τραπέζι) θα έπρεπε να ήταν τα αυτονόητα, η ρεαλιστική πραγματικότητα, στα οποία θα συμφωνούσαμε όλοι μας κι όχι, αβρόχοις ποσί, να βαφτίζουμε «προδότη» και «τουρκοπροσκυνημένο» όποιον τα διαπιστώνει μόνο και μόνο για να διακηρύττουμε οι υπόλοιποι ανεδαφικά συνθήματα φοιτητικού αμφιθεάτρου. Οπόταν, τώρα που φτάσαμε στο διά ταύτα, ας λείπουν, τουλάχιστον, οι ολοφυρμοί για το πού οδηγούμαστε (στα δύο κράτη; στην οριστική γειτνίαση με την Τουρκία;) από αυτούς που καλλιέργησαν στον κόσμο την ιδέα του τζιείνοι ποτζιεί τζιαι εμείς ποδά, που δαιμονοποίησαν κάθε πτυχή της λύσης, πολέμησαν λυσσαλέα κάθε προσπάθεια προσέγγισης, που αμφισβήτησαν με πάθος την κοινή συνύπαρξη και που δεν επεδίωξαν, αλλά ούτε και εργάστηκαν ποτέ για το περιβόητο «σωστό περιεχόμενο».
- Αναδημοσίευση: philenews.com / Θανάσης Φωτίου.