Όταν έφυγε από το σπίτι της ήταν 5 ετών και η μάνα της 22. Λίγα πράγματα θυμόταν από εκείνη την εποχή, οι αναμνήσεις είχαν τη μορφή ξεθωριασμένων καρτ-ποστάλ, ασύνδετων μεταξύ τους: Ένα δέντρο στην αυλή με μια μεγάλη κούνια δεμένη σ’ ένα χοντρό κλαδί, ένα μωρό ντυμένο στα λευκά, ένα μαγαζί που μύριζε κανέλλα, τη μάνα να κλαίει, χιλιάδες ανθρώπους συγκεντρωμένους, μια βάρκα, τέτοια.
Το μεγαλύτερο κομμάτι των αναμνήσεών της είχε διαμορφωθεί αργότερα, μέσα από τις διηγήσεις και το θρήνο που δεν σταμάτησαν ποτέ.
Μπορούσε να πει την ιστορία του ξεριζωμού με κάθε λεπτομέρεια επειδή την είχε ακούσει τόσες φορές, την ζούσε κάθε μέρα στο σπίτι του θείου της όπου εγκαταστάθηκαν, την έβλεπε στα μαύρα ρούχα της μάνας της και στα πάντα πρησμένα της μάτια.
Όλες οι ιστορίες που είχε ακούσει έτσι άρχιζαν: «Όταν έφτασαν οι Τούρκοι στο Αϊβαλί…». Είχε ακούσει χίλιες και πλέον φορές πως είχε έναν μικρότερο αδερφό, τον Αναστάση, πως ο πατέρας διατηρούσε το μαγαζί με τα μπαχαρικά, πως τα ομορφότερα κοσμήματα στην πόλη τα είχε η μάνα της, και πως λίγο πριν έρθει το κακό, ο πατέρας τα είχε βάλει σε ένα κουτί και τα είχε θάψει στον κήπο, στα ριζά του μεγάλου πεύκου. Είχε ακούσει χίλια και πλέον μοιρολόγια για το πώς εκείνο το πρωινό η μάνα της άφησε το μωρό στην Maral, την Τουρκάλα που ζούσε απέναντι, και πήγε με την κόρη της ως το μαγαζί για να ικετέψει τον άντρα της να φύγουν, πώς όρμησε μέσα ένα τσούρμο στρατιωτών, πώς ο πατέρας φυγάδεψε τη γυναίκα και το κοριτσάκι με έναν Τούρκο παραγιό, πώς άκουσαν τις κραυγές του, πώς παρασύρθηκαν από τον παραγιό και από το πανικόβλητο πλήθος ως το λιμάνι και πώς βρέθηκαν στη βάρκα με τη μητέρα της μισολιπόθυμη για το μωρό που άφηνε πίσω. Έτσι μεγάλωσε η μικρή: μέσα στο πένθος και στις αναμνήσεις της μάνας της που έγιναν πιο ζωντανές κι από δικές της.
Από τη Λέσβο οι δυο τους ταξίδεψαν ως την Κομοτηνή που είχε αρχίσει να κλείνει τις πληγές της, κι εκεί βρήκαν άσυλο στο σπίτι του αδερφού της μητέρας.
Η γυναίκα που είχε αφήσει σύζυγο και γιο στο Αϊβαλί δεν έβγαλε ποτέ τα μαύρα, και δεν πέρασε μέρα που να μην πηγαίνει ως την εκκλησία για να ανάψει κεριά για τους ανθρώπους της και για να πει την παράξενη προσευχή: «Ανάπαυσε τον Νικολή και κράτα γερό τον Αναστάση μου! Να μεγαλώσει και να είναι καλά!». Χρόνια ολόκληρα, άκουγε την ίδια και την ίδια ικεσία. Πριν φάει ένα κομμάτι ψωμί η μάνα μνημόνευε το μωρό που είχε μείνει πίσω: «Ανάπαυσε τον Νικολή και δώσε ένα πιάτο φαΐ και στον Αναστάση μου!». Κι όταν πήγαινε για ύπνο, η προσευχή της έτσι τελείωνε: «Ανάπαυσε τον Νικολή και δώσε καλό ύπνο και στον Αναστάση μου!». […]
Διαβάστε εδώ τη συνέχεια της συγκλονιστικής ιστορίας.
Μάρω Σιδέρη