Για τη διαδρομή της κουρδικής ταυτότητας ανά τους αιώνες, και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι Κούρδοι σήμερα, είμαι βέβαιος ότι ο Σάββας Καλεντερίδης θα έχει να πει πάρα πολλά. Από πλευράς μου, ας μου επιτραπεί να σταθώ σε ορισμένα σημεία τα οποία συνιστούν τα σταθερά και διαχρονικά γεωπολιτικά δεδομένα του κουρδικού αιτήματος για αυτοδιάθεση.
Αποτελεί κοινό τόπο ότι το τουρκικό κράτος είναι δομημένο επί ενός μωσαϊκού πληθυσμών και ετεροτήτων. Παρ’ όλα αυτά, ο παντοιοτρόπως εκτουρκισμός των δομών κατέστη επιτυχές εγχείρημα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, με εμφατική εξαίρεση τους Κούρδους.
Ο πρώτος λόγος είναι προφανής και σχετίζεται με την ευμεγέθη δημογραφία, καθώς οι Κούρδοι αποτελούσαν και αποτελούν τη μεγαλύτερη μη τουρκική εθνοτική ομάδα εντός τουρκικών συνόρων. Το στοιχείο αυτό έχει αποτελέσει τόσο νομιμοποιητικό κριτήριο αξίωσης κυριαρχίας όσο και συντελεστή ισχύος στο πλαίσιο πραγματοποίησης της διαχρονικής πολεμικής προσπάθειάς τους σε πολλαπλά μέτωπα (τουρκικό, συριακό, ιρακινό, ιρανικό).
Σε συνάρτηση με το προηγούμενο, ο δεύτερος λόγος αφορά την ιστορική παρουσία των Κούρδων στην περιοχή. Πρόκειται για λαό με αρχαίες καταβολές, παραδόσεις χαμένες στο βάθος του χρόνου, και σταθερή παρουσία που καθιστά οιαδήποτε προσπάθεια αφομοίωσής τους από οιονδήποτε ιδιαιτέρως δυσχερές εγχείρημα. Ενώ πολλοί Καυκάσιοι πληθυσμοί ή και οι Σλάβοι έφθασαν στα εδάφη της σημερινής Τουρκίας, στο πλαίσιο των μετακινήσεων των πληθυσμών εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Κούρδοι είναι γηγενείς με ισχυρή ιστορική μνήμη και συνέχεια.
Τρίτος λόγος είναι η γεωγραφία της περιοχής. Παρόμοια παραδείγματα περιοχών, οι οποίες δύσκολα ή ουδέποτε κατακτήθηκαν εξαιτίας των γεωγραφικών δεδομένων (μορφολογία εδάφους, νησιωτικότητα, ορεινοί όγκοι, περάσματα κτλ.) υπάρχουν και στην Ελλάδα (Μάνη, ορεινή Κρήτη, Σούλι κ.ά.). Το ιστορικό Κουρδιστάν βρίσκεται μακριά του διοικητικού κέντρου, με το δυσπρόσιτο του εδάφους να συνιστά τον καλύτερο σύμμαχο-υπερασπιστή.
Ο τέταρτος λόγος σχετίζεται με την ίδια την κοινωνική οργάνωση των Κούρδων, οι οποίοι έχουν αναπτύξει και διατηρήσει παραδοσιακές δομές συνύπαρξης και αυτοδιαχείρισης.
Οι συγκεκριμένες μορφές οργάνωσης έχουν καλλιεργήσει ισχυρή αίσθηση του ανήκειν και έχουν ενισχύσει το αίσθημα της εθνικής ταυτότητας, αποτρέποντας την αφομοίωσή τους. Τουναντίον, η ενσωμάτωσή τους υπήρξε κατά το στάδιο της γένεσης της Α΄ Τουρκικής Δημοκρατίας ένα εφικτό σενάριο, το οποίο όμως δεν υλοποιήθηκε λόγω της προτίμησης δημιουργίας από την κεμαλική ελίτ ενός αυστηρά τουρκικού εθνικού κράτους.
Κατά πάσα πιθανότητα, και βλέποντας την κατάληξη της Τσεχοσλοβακίας ή της Γιουγκοσλαβίας, ο Κεμάλ προχώρησε τότε σε μια σοφή επιλογή για την επιβίωση της Τουρκίας. Εντούτοις, το ζήτημα είναι πόσο ακόμα θα καταφέρει η Τουρκία να διαχειρίζεται και να «βάζει κάτω από το χαλί» ένα πρόβλημα εγγενές, που αγγίζει μάλιστα τις τύχες των εδαφών τεσσάρων κρατών της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής.
Για πόσο χρονικό διάστημα ακόμα οι Κούρδοι θα άγονται και θα φέρονται από Μεγάλη Δύναμη σε άλλη Μεγάλη Δύναμη; Ίσως για λίγους μήνες, ίσως και για πολλά χρόνια. Το βέβαιο είναι ότι τέτοιου είδους διακρατικής εμβέλειας «προβλήματα» δεν επιλύονται με επιμέρους αποφάσεις, ήτοι με τη διάλυση της Συρίας ή τον κατακερματισμό του Ιράκ. Η οριστική λύση θα είναι οριστική επειδή θα είναι συνολική. Σε διαφορετική περίπτωση, θα έχουμε έναν σταθερό παράγοντα προς χρήση και επίκληση με σκοπό την κατατριβή από καιρού εις καιρόν των κρατών της περιοχής. Με άλλα λόγια, θα έχουμε ένα διαρκές πρόβλημα.