Η γεωπολιτική αξία τόσο του αιγαιακού χώρου όσο και της Ανατολικής Μεσογείου έχει περιγραφεί σε πολλά κείμενα και μελετάται ως σταθερό δεδομένο το οποίο έχει καθορίσει τις ιστορικές εξελίξεις και συνολικότερα την τύχη του Ανατολικού ζητήματος. Γεωγραφικό σημείο σύνδεσης του συμπλόκου Αιγαίου και Ανατολικής Μεσογείου είναι η Κρήτη, η οποία στις 27 Σεπτεμβρίου 1669 καταλήφθηκε ολοκληρωτικά από τους Οθωμανούς μετά την ήττα των Βενετών του Μοροζίνι και την παράδοση του Ηρακλείου.
Το κεντρικό διακύβευμα για τις αγγλοσαξονικές δυνάμεις, οι οποίες επιθυμούν διαχρονικά την αποτροπή ακόμη και του ενδεχομένου να υπάρξει ενοποίηση του ευρασιατικού χώρου διά της κυριαρχίας μίας μεγάλης δύναμης και της «καθόδου της στα θερμά νερά», συνυφαίνεται με τον έλεγχο της περιμέτρου αυτής της δεσπόζουσας εδαφικής μάζας. Το σκεπτικό είναι απλό: καθώς το κόστος προβολής ισχύος στην καρδιά της Ευρασίας είναι δυσβάστακτο και η επιτυχία απαιτεί τεράστια κατατριβή, ο έλεγχος ασκείται στα «σημεία ασφυξίας», ήτοι στις διόδους που προσφέρουν πρόσβαση στο εσωτερικό της Ευρασίας και δυνατότητα «διάρρηξης» της λεγόμενης από τον Mackinder ως «Heartland».
Το πέρασμα των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων είναι ιστορικά το σημαντικότερο θαλάσσιο κομβικό σημείο της Ευρασίας, αλλά η αξία του ακυρώνεται αν δεν εκλαμβάνεται ενιαία με τον αιγαιακό χώρο, του οποίου τα νησιά τον καθιστούν «πέρασμα» και όχι μια ανοιχτή προσβάσιμη θάλασσα. Η απώτατη ευμεγέθης χερσαία μάζα του «σημείου ασφυξίας» είναι η Κρήτη. Απλά ας υποθέσουμε ότι υπάρχει μια κλεψύδρα, της οποίας η στένωση έχει τα Στενά ως πάνω μέρος και την Κρήτη ως κάτω, ενώ τα δύο «δοχεία» είναι ο Εύξεινος Πόντος και η Μεσόγειος.
Πρόκειται για έναν νοητό κύκλο ο οποίος εσωκλείει το Αιγαίο και την Προποντίδα, με την Κρήτη και την Κύπρο να δεσπόζουν επί του άξονα τομής των υδάτινων αρτηριών.
Μετά την Κρήτη και έως την Κύπρο βρίσκεται η λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου, η οποία συνιστά το κομβικό σημείο πριν από το Σουέζ και την Ερυθρά Θάλασσα, ενώ σήμερα έχει αποκτήσει επιπρόσθετη σημασία λόγω των τεράστιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Το εν λόγω γεωγραφικό τόξο συνιστά το σημείο συνάντησης τριών ηπείρων ή –κατά τον Αχμέτ Νταβούτογλου– μίας: «της Αφροευρασίας». Διόλου τυχαία η χρήση του όρου από τον Νταβούτογλου, ο οποίος διαβλέπει την κοινή γεωπολιτική μοίρα Αφρικής, Ευρώπης και Ασίας.
Τα παραπάνω εξηγούν γιατί η Κρήτη, παρά τους ποταμούς αίματος και θυσιών, καθυστέρησε σημαντικά να ενσωματωθεί στην ανεξάρτητη Ελλάδα. Μόλις το 1898 ανακηρύχθηκε «Αυτόνομη Πολιτεία», ενώ φθάσαμε στους Βαλκανικούς Πολέμους για να αναγνωριστεί η ένταξή της στο ελληνικό κράτος. Ωστόσο, εξηγούν και γιατί η Ελλάδα έγινε κράτος με διεθνή οντότητα μέσω της ένταξης της μεγαλονήσου στην επικράτειά της. Από «κρατίδιο» με σύνορα έως τον Όλυμπο, η χώρα βρέθηκε να είναι συνδιαχειριστής του κρίσιμου γεωπολιτικού άξονα Βορρά-Νότου, ο οποίος δυνητικά κρίνει την τύχη της κατανομής ισχύος σε πλανητικό επίπεδο.
Αν η ενσωμάτωση της Μακεδονίας, της Ηπείρου, νωρίτερα της Θεσσαλίας και αργότερα της Δυτικής Θράκης προσέφεραν την αναγκαία «σπονδυλική στήλη» όπως την ονόμαζε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, τα νησιά του Αιγαίου και η Κρήτη συνέστησαν το «μυϊκό σύστημα», ήτοι τα εδάφη που προσέφεραν πολλαπλάσιες δυνάμεις και αποτελούν έως και σήμερα το βασικό διαπραγματευτικό χαρτί μας ως χώρας (αν το χρησιμοποιούμε, είναι άλλης τάξεως ζήτημα). Αρκεί να δει κανείς τη σημασία της Σούδας στη διμερή στρατηγική σχέση μας με τον βασικό πλανητικό πόλο ισχύος, τις ΗΠΑ, καθώς επίσης και τα κοιτάσματα του Λιβυκού Πελάγους των οποίων η διαφαινόμενη εκμετάλλευση ανοίγει νέες προοπτικές και θέτει νέες προκλήσεις.