Στο παρελθόν έχουμε αναφερθεί στις δομικές παραμέτρους που καθιστούν τη Ρωσία και την Τουρκία εγγενώς ανταγωνιστικές γεωστρατηγικά δυνάμεις. Όπως είχε υπογραμμιστεί, η οικονομική αλληλεξάρτηση αυξάνει μεν το κόστος διάρρηξης μιας διμερούς σχέσης, αλλά δεν είναι και «δια πάσαν νόσον», ιδιαιτέρως αν αυτή η «νόσος» συνυφαίνεται με κρίσιμα στρατηγικής φύσεως ζητήματα.
Στο επίπεδο της δομής, η Τουρκία έχει λιγότερα να μοιράσει με τις ΗΠΑ, ενώ από την πλευρά της η Ουάσινγκτον επαναλαμβάνει συχνά-πυκνά ότι η Άγκυρα αποτελεί σημαντικό εταίρο, ο οποίος πρέπει να συνετιστεί αλλά όχι να καταστραφεί.
Ο πάγιος προσανατολισμός των ΗΠΑ είναι το πώς θα επαναφέρει στην τάξη την Τουρκία, μιας και σύμφωνα με τους Αμερικανούς δεν υπάρχει η πολυτέλεια της πλήρους αποδόμησης μιας στρατηγικής συνεργασίας δεκαετιών με έναν «τόσο μεγάλο και πολύτιμο σύμμαχο». Επαναλαμβάνω σε αυτό το σημείο ότι αναφέρομαι σε δομικές παραμέτρους και όχι σε συγκυριακά γεγονότα.
Από την πλευρά της, η –ηγεμονική– Τουρκία του Ερντογάν έχει αναγνώσει λανθασμένα όσα ανέφερε σε θεωρητικό επίπεδο ο Αχμέτ Νταβούτογλου περί «ρυθμικής διπλωματίας», δηλαδή περί της ανάγκης υιοθέτησης ενός δισυπόστατου ρόλου μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η κεντρική ιδέα της θεωρητικής πρότασης, αλλά και της αδέξιας υλοποίησής της εκ μέρους του Ερντογάν, είναι η άνοδος της γεωπολιτικής αξίας της Τουρκίας στα μάτια των μεγάλων δυνάμεων. Σε αυτό το πλαίσιο, και όσον αφορά την παρούσα συγκυρία, η Τουρκία ενισχύει τη συνεργασία της με τη Ρωσία προκειμένου να λάβει τα μέγιστα δυνατά ανταλλάγματα από τις ΗΠΑ.
Ωστόσο, μια τέτοια τουρκική πολιτική δεν φαίνεται να προχωρά, μιας και τα ανταλλάγματα από τις ΗΠΑ είναι υπερβολικά πολλά – γεγονός που προκαλεί τα αυξημένα αντανακλαστικά της Ουάσινγκτον. Όπως πάντα στις περιπτώσεις των ηγεμονικών δυνάμεων, το μέτρο έχει χαθεί και η Νέμεσις βρίσκεται προ των πυλών. Το θέμα είναι ποιος θα επιβάλει την τιμωρία και με ποιον τρόπο, καθώς ο Ερντογάν έχει θέσει εαυτόν «υπό ρωσική ομηρία». Είναι εξαρτημένος από τη Μόσχα στο επίπεδο του ενεργειακού εφοδιασμού καθώς και του μεγαλεπήβολου εξοπλιστικού προγράμματος της χώρας του, ενώ εισπράττει τα επίχειρα της πολιτικής του στο επίπεδο της οικονομίας και του εμπορίου.
Η κρίσιμη καμπή για την Τουρκία θα είναι όταν αποφασίσει να εγκαταλείψει την προσέγγιση με τη Ρωσία στο όνομα της «διασφάλισης της πανίσχυρης αμερικανοτουρκικής στρατηγικής σχέσης». Οι πραγματικοί τριγμοί θα δημιουργηθούν, δηλαδή, όταν αποδυναμωμένη από τις εξελισσόμενες αμερικανικές επιπλήξεις, θα εφεύρει ένα πρόσχημα για να εγκαταλείψει τη Μόσχα και κυρίως όσα αυτή έχει επενδύσει στο «φαινόμενο Ερντογάν».
Ας μου επιτραπεί ο αντιεπιστημονικός χαρακτήρας της συγκεκριμένης πρόβλεψης, αλλά θεωρώ ότι αυτό θα συμβεί αργά ή γρήγορα.
Η ρωσοτουρκική διαφωνία όσον αφορά την Ιντλίμπ συνιστά απλά την κορυφή του παγόβουνου. Η πλήρης διάσταση προκύπτει όταν η συζήτηση πηγαίνει στα Στενά, στον Καύκασο, στην Κεντρική Ασία, στην Ουκρανία, στη Συρία, στις ισλαμιστικές ομάδες… Αυτά είναι τα πλέον σημαίνοντα ζητήματα, τα οποία άλλωστε προκαλούν την κατατριβή στις ρωσοτουρκικές σχέσεις επί τρεις αιώνες τουλάχιστον.
Το ζήτημα είναι εμείς πού τοποθετούμαστε σε αυτό το παίγνιο. Οι επιλογές είναι τρεις: είτε θα περιοριστούμε στη «φτωχή πλην έντιμη Ελλάδα» στρουθοκαμηλίζοντας και μη θέλοντας να κατανοήσουμε τις εξελίξεις, είτε θα λειτουργήσουμε «εξ αντανακλάσεως» παρουσιαζόμενοι ως «εκλεκτοί» του καθενός και μένοντας εκτεθειμένοι την επόμενη μέρα, είτε θα εκμεταλλευτούμε τη συγκυρία αποκομίζοντας τα μέγιστα δυνατά κέρδη τα οποία θα έχουν πάγια χαρακτηριστικά και δεν θα ανακληθούν μόλις παρέλθει η συγκυρία.
Η διαφορά μεταξύ κατευνασμού και εξάρτησης από τη μία και πελατειακών σχέσεων από την άλλη είναι τεράστια.