Στο καταπράσινο στολίδι του Αιγαίου που το λένε Σκόπελο, στέκεται κάπου στην ακροθαλασσιά της βορειοανατολικής ακτογραμμής ένας θεόρατος βράχος ψηλός ίσαμε εκατό μέτρα. Φαίνεται σαν να ξεφυτρώνει μέσα από τη θάλασσα, αλλά το υπόλοιπο νησί τον κρατάει δεμένο καλά κοντά του με μια στενή λωρίδα στεριάς. Οι πλαγιές του δεν είναι ολότελα γυμνές. Λίγες συστάδες θάμνων τις πρασινίζουν εδώ κι εκεί. Τα ριζά του είναι σπαρμένα ολόγυρα μ’ άλλους βράχους πιο μικρούς, αλλά μαυριδερούς κι άγριους. Η θάλασσα που σκάει πάνω τους ανταριάζεται, αφρίζει κι ασπρίζει. Τα κύματα ψέλνουν στην απότομη γη που απότομα τα σταμάτησε, θυμωμένα και δυνατά.
Λιγότερο μονότονος ο σκοπός τους σε σχέση μ’ εκείνην την ήσυχη ρυθμική μουρμούρα που την έχουν για όποιες καλοσυνάτες ακτές τα καλοδέχονται.
Στο μικρό πλάτωμα τις κορφής φαίνεται από μακριά ν’ ασπρίζει απλό, αλλά επιβλητικό, το εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου. Από εκεί πήρε τ’ όνομά της η περιοχή (Αϊ-Γιάννης Στο Καστρί). Για ν’ ανέβει κανείς να προσκυνήσει τη χάρη του Αγίου πρέπει να πάρει ένα-ένα τα όμορφα καμωμένα πέτρινα σκαλοπάτια μέχρι πάνω. Κι αν στη διαδρομή της κλίμακας, ήγουν της σκάλας, σκέφτεται τον ασκητικό λόγο του συνονόματου του Προδρόμου Αγίου Ιωάννη του Σιναΐτου, ακόμα καλύτερα. Γιατί ο λόγος αυτός είναι καταγεγραμμένος και «διηρημένος εις τριάκοντα κεφάλαια, τα οποία ωσάν βαθμίδες κλίμακος, αναβιβάζουν όσους τα ακολουθούν από τα χαμηλότερα εις τα υψηλότερα, εξ ου και το βιβλίον ωνομάσθη κλίμαξ».
Τέτοια πράγματα σκεπτόμενος και με κατάνυξη πρέπει ν’ ανέβει κανείς την πέτρινη κλίμακα για να προσκυνήσει τη χάρη του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννη, του οποίου την «αποτομή της κεφαλής» μνημονεύει η Εκκλησία μας αύριο. Έτσι, μόλις πατήσει στο τελευταίο σκαλοπάτι για την κορφή, θα ακούσει καθαρά τον Κύριο να τον ρωτάει: τι ήρθες να δεις εδώ σε τούτο τον έρημο βράχο; Μήπως καμιά καλαμιά στον άνεμο που κουνιέται πέρα-δώθε; Γιά μήπως ήρθες να προσκυνήσεις κανέναν τύπο καλοντυμένο και κομψευόμενο; Μπα… αυτοί που φοράν τα πανάκριβα ρούχα είναι στα παλάτια και ζουν μέσα στην πολυτέλεια. Τι βγήκες, λοιπόν, να δεις; Μήπως κάποιον προφήτη; Μάλιστα! Προφήτη κι ακόμα παραπάνω- στο λέω και το υπογράφω εγώ ο ένας και μοναδικός Θεός!
Κανένας προφήτης γεννημένος από γυναίκα δεν είναι μεγαλύτερος από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή – το είπε ο ίδιος ο Χριστός.
Μ’ αυτήν την σκέψη ξεχνάς την κούραση απ’ το σκαρφάλωμα. Αλλά κι η θέα από εκεί ψηλά σε ανταμείβει. Γύρω-γύρω και προς τα κάτω και πέρα μακριά… Αλλά πιο πολύ κοιτώντας προς τα πάνω, όταν σηκώνεις το κεφάλι μπροστά στο παρεκκλήσι. Με φόντο τον γαλάζιο ουρανό, η ματιά σου πιάνει στο ίδιο κάδρο το σταυρό της εκκλησιάς, τη γαλανόλευκη που κυματίζει περήφανα πάνω σ’ ένα ψηλό, λευκό κοντάρι, και τις κορυφές μερικών ρωμαλέων λιόδεντρων. Απ’ το χοντρό κλαδί μιας τέτοιας ελιάς που φυτρώνει στο πλάτωμα της κορφής του βράχου κρέμεται η όμορφη, μικρή, απλή καμπάνα της εκκλησιάς. Στο γλωσσίδι της είναι περασμένο ένα πάλλευκο ναυτικό σκοινί που ανά ίσα διαστήματα είναι δεμένο σε κόμπους που είναι βαμένοι με κόκκινο ή με γαλάζιο χρώμα.
Πόσο σου ταιριάζει Αϊ Γιάννη τούτη η αετοφωλιά, έτσι που σε βλέπω στις βυζαντινές αγιογραφίες να εικονίζεσαι με φτερά σαν των αγγέλων! Αετός-αρχάγγελος: ο αρχηγός του αγγελικού τάγματος των μοναχών.
Αύριο θα πανηγυρίσουμε χαρούμενα την παντοτινή νίκη σου απάνω στο θάνατο, απάνω στον μισάνθρωπο εξαποδώ, απάνω στους κοπρόψυχους Ηρώδηδες, τις σατανικές Ηρωδιάδες και τις ανόητες Σαλώμες. Τιμώντας ταυτόχρονα και την παράδοση του ευλογημένου λαού μας που ’χτισε εξωκλήσια πάνω σε απρόσιτες, απόκρημνες κορφές. Μνημεία κάλους, νέους Παρθενώνες, περίβλεπτες ορθόδοξες μαρτυρίες.
Αλλά θα προβληματιστούμε κιόλας.
Ακούγοντας τη βροντερή φωνή σου να ’ρχεται από τα βάθη της πνευματικής ερήμου των ημερών που ζει ο τόπος καλώντας μας σε μετάνοια. «Μετανοείτε, ήγγικεν γαρ η βασιλεία των ουρανών». Κάπως έτσι δεν θα τα ’λεγες και σήμερα;
Φιδόπουλα φαρμακερά, της οχιάς γέννα, ποιος σας έδειξε τον τρόπο να διαφύγετε της οργής που επικρέμαται επί των κεφαλών σας; Παραγάγετε, λοιπόν, τους καλούς καρπούς της μετάνοιας, αντί να κορδώνεστε λέγοντας «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει». Ο Ηρώδης τυγχάνει ήδη εν μέθη, η Ηρωδιάδα ψιθυρίζει στ’ αυτί του και η Σαλώμη ετοιμάζεται να χορέψει το χορό του θανάτου. Ζητούν το κεφάλι της Ελλάδας. Ξυπνήστε πριν είναι αργά! «Ήδη δε και η αξίνη προς την ρίζαν των δένδρων κείται· παν ουν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται».
Και πάλι με θάρρος θα καλούσες τον λαό σε μετάνοια· και πάλι άφοβα θα έλεγχες την εξουσία για τ’ ανοσιουργήματά της. Αλλά επειδή έχουμε καταντήσει γλυκανάλατοι αγαπούληδες, εαυτούληδες κι εραστές της μπουρδολογίας, επειδή έχουμε αναγάγει σε επιστήμη το να βαφτίζουμε τις επίπλαστες ανάγκες μας σε φιλοτιμία, νά τι μπορεί να λέγαμε: Ποιος νομίζει ότι είν’ αυτός ο ρακένδυτος μοναχός; Χοντράνθρωπος, απόλυτος, οπισθοδρομικός, συντηρητικός, ακραίος, άκαμπτος, αυστηρός!
Τέτοια θα λέγαμε, αντί να τινάξουμε το κεφάλι μας, για να καθαρίσει έτσι που ’ναι θολωμένο απ’ τις προπαγάνδες. Αντί ν’ αλλάξουμε μυαλά.