«Στην Παναγία Μύκανη ή Παλιοπαναγιά της Βλαχάβας, που γιορτάζει τον Δεκαπενταύγουστο, στον Εσπερινό και το πρωί στη Λειτουργία βγαίνει ένα νερό που είναι θαυματουργό. Μόλις σταματήσαμε να κάνουμε τη διάκληση, το φαγητό δηλαδή των εκκλησιών την ημέρα που πανηγυρίζουν, σταμάτησε και το άγιασμα. Μόλις επαναφέραμε το έθιμο, άρχισε πάλι να βγαίνει το αγιονέρι, λένε οι κάτοικοι».
Αυτά επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρώην σχολικός σύμβουλος Γιώργος Παπαβασιλείου, ο οποίος από το 1980 ασχολείται συστηματικά με τη διάκληση, όπου πέρα από τις παιδικές του μνήμες επισκέφτηκε πολλά χωριά, συνομίλησε με αρκετούς χωρικούς, συγκέντρωσε το απαραίτητο φωτογραφικό υλικό και έκανε χρήση της σχετικής βιβλιογραφίας πραγματοποιώντας μια ενδιαφέρουσα έρευνα.
Αρκετά διαδεδομένο το συγκεκριμένο έθιμο είναι στα χωριά ανατολικά του Κόζιακα και μέχρι τον Πετρόπορο, στα χωριά των Χασίων και στα χωριά δυτικά της Πύλης στον νομό Τρικάλων ιδιαίτερα τον Δεκαπενταύγουστο. Οι άνθρωποι πιστεύουν, αναφέρει ο ερευνητής, ότι το έθιμο έχει τις ρίζες στις Αγάπες, στα κοινά συσσίτια των πρώτων Χριστιανών. «Το ’χουμε από αμνημονεύτων χρόνων, από αρχαιοτάτων χρόνων, έθιμο παμπάλαιο, το ’χουμε από την Τουρκοκρατία, πάππο προς πάππο», είναι οι περισσότερες απαντήσεις που πήρε μέσω σχετικού ερωτηματολογίου που ο ίδιος υπέβαλε.
Δεν εντόπισε πού και πότε πρωτοεμφανίστηκε το έθιμο στο νομό. Όμως από τη σχετική έρευνα συμπεραίνει ότι ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο στα παραπάνω χωριά.
Δεν έχει σημαντικές μαρτυρίες για τα Βλαχοχώρια και τα ανατολικά χωριά του νομού. Πέρα από τις μαρτυρίες των κατοίκων, χρησιμοποίησε ως κριτήριο την ύπαρξη παλαιών σκευών (καζάνια, μ[ι]σούρες). Όπως αναφέρει, το έθιμο ικανοποιεί την ανάγκη των κατοίκων να επικοινωνήσουν, να γνωριστούν, να συμφωνήσουν, να χαρούν, να διασκεδάσουν, αφού η αγροτική και ποιμενική ζωή δεν έδινε πολλές ευκαιρίες για κάτι τέτοιο.
Το αγίασμα της Παναγίας της Βλαχάβας
Η διάκληση κατόρθωσε να συγκεράσει την αρετή της φιλοξενίας με την ανάγκη της κοινωνικότητας. Στο πανηγύρι κατέφθαναν οι συγγενείς τής γύρω περιοχής και από την παραμονή, για να ξενυχτήσουν τον άγιο, για να ανάψουν στη χάρη του ένα κερί, να κάνουν το τάμα τους, να αλλάξουν καμιά κουβέντα, να ξεπονέσουν το σόι τους, να φάνε λίγο κοψίδι, να κάνουν κάποιο προξενιό. Η φιλοξενία ήταν πάνω από κάθε προτεραιότητα. Είχε όμως ως αποτέλεσμα να κλείνει τους φιλοξενούντες στο σπίτι και να χάνουν τη μόνη ευκαιρία για ευρύτερη επικοινωνία και ψυχαγωγία, το πανηγύρι.
Η καθιέρωση της διάκλησης έλυσε το πρόβλημα και της φιλοξενίας και της επικοινωνίας, αφού όλοι ήταν προσκεκλημένοι και φιλοξενούμενοι του εορτάζοντος αγίου, διαπιστώνει ο Γ. Παπαβασιλείου.
Η παράδοση συσχετίζει την αρχή του εθίμου με κάποιο σημαντικό γεγονός – με την ανέγερση του ναού, με κάποιο θαύμα. Έτσι, για να ευχαριστήσουν τον άγιο καθιέρωσαν τη διάκληση. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται διάδοση του εθίμου και προς τα γειτονικά χωριά και προς τους άλλους ναούς του ίδιου χωριού, διευκρινίζει, προσθέτοντας πως χάνει όμως τον παλιό του τύπο και γίνεται μόνο ψυχαγωγική εκδήλωση, στην οποία κάποιες φορές συνδράμει και ο τοπικός πολιτιστικός σύλλογος ή ο δήμος.
Οι εκκλησιαστικές επιτροπές συνηθίζουν με ανακοινώσεις στον τοπικό Τύπο να καλούν τον κόσμο να έρθει στην πανήγυρη των εκκλησιών, δίνοντας πάντοτε έμφαση στο προσφερόμενο πατροπαράδοτο φαγητό.
Τη μεγαλύτερη προτίμηση έχουν οι καλοκαιρινές γιορτές, και κυρίως η γιορτή της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο, καταλήγει ο Γ. Παπαβασιλείου.
- ΑΠΕ-ΜΠΕ / Α. Ζώης.