Από την πρώτη στιγμή της ανόδου του στην εξουσία, ο Ντόναλντ Τραμπ έδειξε ότι η στρατηγική σκέψη του ιδίου και του επιτελείου του ήρθε να θέσει σε αμφισβήτηση καθεστηκυίες απόψεις και θεάσεις του διεθνούς περιβάλλοντος εκ μέρους της αμερικανικής ελίτ. Ορίζοντας ως βασική απειλή την Κίνα και επαναπροσδιορίζοντας το ρόλο και τη θέση της Ρωσίας, κατέστησε αντιληπτό ότι θεωρεί αναγκαία τη μεταλλαγή του ΝΑΤΟ σε έναν οργανισμό με ευρύτατο βεληνεκές δράσης στον πλανήτη.
Προς αυτή την κατεύθυνση απαιτούνται αλλαγές στη δομή, στη διασπορά των δυνάμεων, στην ποιότητα και στην ποσότητα των οπλικών συστημάτων, και ως εκ τούτου, στη συμμετοχή των «συμμάχων» κρατών-μελών.
Για τον πρόεδρο Τραμπ, το ΝΑΤΟ πρέπει να καταστεί Πλανητικό Αμυντικό Σύμφωνο απεμπολώντας τον βασικό λόγο δημιουργίας του, ο οποίος συνυφάνθηκε με την εξισορρόπηση της σοβιετικής απειλής κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, τον στρατηγικό έλεγχο της Γερμανίας και τη θεσμοποίηση-νομιμοποίηση των αμερικανικών στρατηγικών ερεισμάτων στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Οι αμερικανικές προτεραιότητες αλλάζουν, αλλά όχι οι δομικές στρατηγικές παράμετροι στο διεθνές σύστημα.
Οι διακρατικές σχέσεις παραμένουν συγκρουσιακές και ο Λεβιάθαν εξακολουθεί να απουσιάζει. Τα εθνοκράτη επιδιώκουν εγωιστικά την ισχυροποίησή τους και νέες δυνάμεις επιζητούν μερίδιο επί του πλανητικού πλούτου. Οι συμμαχίες συγκροτούνται ακόμη υπό το φάσμα μιας κοινής απειλής και συγκλινόντων συμφερόντων. Μικρές δυνάμεις απειλούνται και τίθενται στο περιθώριο της ιστορίας, με την πρόκληση συγκρότησης αντισυσπειρώσεων να είναι η μοναδική ασφαλή έξοδος διαφυγής από τα διλήμματα ασφαλείας.
Πώς θωρακίστηκε το εν λόγω σύστημα διαχρονικά; Με τη μεταπολεμική εδραίωση της παρουσίας του αμερικανικού υπερπόντιου εξισορροπητή στην Ευρώπη και τη συνέχιση αυτής ακόμη και μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Ο τίτλος του Αμερικανού διεθνολόγου John Mearsheimer τη δεκαετία του 1990, την εποχή της ευμάρειας και της «αθωότητας» αμέσως μετά το τέλος του διπολισμού, τα έλεγε όλα: «Γιατί σύντομα θα νοσταλγούμε τον Ψυχρό Πόλεμο».
Όπως υποστήριξε ο Josef Joffe ήδη από το 1984:
«Η θεωρία των συμμαχιών υποστηρίζει, τα κράτη συνασπίζονται για να εξασφαλίσουν την ασφάλειά τους. Στην περίπτωση του ΝΑΤΟ, όμως, τα κράτη μέλη συνασπίσθηκαν επειδή η ασφάλειά τους εξασφαλιζόταν από έναν ισχυρό εξωτερικό συντελεστή ο οποίος πρόσφερε αξιόπιστα εσωτερική και εξωτερική τάξη και ασφάλεια στη Δυτική Ευρώπη. Χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Δυτική Ευρώπη μπορεί να επιστρέψει σε εξισορροπητικές διαδικασίες της προπολεμικής περιόδου αντί να προχωρήσει στην ενοποιητική διαδικασία. Ο αδύναμος θα αισθανθεί ξανά ανησυχία για τις προθέσεις του ισχυρού και ο ισχυρός –όπως η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία– θα αρχίσουν, για ακόμη μια φορά, να ανησυχούν για τις προθέσεις αλλήλων. Η επαγωγική συνέπεια μιας Δυτικής Ευρώπης πλην τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια πυρηνική Γερμανία με άλλα ευρωπαϊκά κράτη να ακολουθούν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, απαλλάσσοντας τους Ευρωπαίους από την ανάγκη μιας αυτόνομης άμυνας, απομάκρυναν τα συστημικά αίτια των συγκρούσεων στα οποία οφείλονται τόσο πολλοί ευρωπαϊκοί πόλεμοι στο παρελθόν. Με το να προστατεύουν την Ευρώπη από άλλους, οι Ηνωμένες Πολιτείες τους προστατεύουν από τους εαυτούς τους».
Η αμερικανική υψηλή στρατηγική σταδιακά μεταλλάσσεται όχι με ευθύγραμμο τρόπο, μιας και οι εναλλακτικοί σχεδιασμοί σε επίπεδο διαμορφωτών είναι πολυδαίδαλοι, αλλά με αργό τρόπο και με πολλές διακυμάνσεις ακριβώς όπως ανακατανέμεται και η ισχύς μετά το τέλος της μονοπολικής ιστορικής παρένθεσης.
Ανεξαρτήτως αισθητικής και ηθικής στην ιδιωτική σφαίρα, οι ρητορείες του προέδρου Τραμπ περί NATO και «συνεισφοράς των Ευρωπαίων συμμάχων» έρχονται από το μέλλον, και σύντομα οι ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις (μικρομεσαίες σε πλανητικό επίπεδο) θα βρεθούν ενώπιον κρίσιμων αποφάσεων και διλημμάτων.