Η σχέση πολίτη και κράτους είναι μια μακρά πονεμένη ιστορία στο νεοελληνικό κράτος. Η ανυπαρξία κουλτούρας «πολίτη» ενδεχομένως συνιστά παρεπόμενο του ιστορικού κεκτημένου του οθωμανικού ζυγού ή καλλιεργήθηκε τεχνηέντως στο πλαίσιο του «υπό ξένη προστασία» ελληνικού πολιτειακού γεγονότος, ή και τα δύο.
Το σίγουρο είναι ότι αποτελεί μια πραγματικότητα την οποία παρατηρούμε κοιτώντας ουσιαστικά στον καθρέφτη, και μας προκαλεί κλαυσίγελο.
Χτίζουμε το αυθαίρετό μας σε καμένο δάσος, δεν αποψιλώνουμε τους περιβάλλοντες χώρους, και όταν αυτό ξανακαεί μαζί με το αυθαίρετό μας, αναρωτιόμαστε «Πού είναι το κράτος;». Στεγάζουμε τους εαυτούς μας και τα παιδιά μας σε ένα σπίτι πάνω σε μπαζωμένο ρέμα, και όταν αυτό πλημμυρίσει θα αναφωνήσουμε και πάλι με οργή «Πού είναι το κράτος;». Φθάσαμε 50 ετών δουλεύοντας σε μια δημόσια υπηρεσία στη χάση και στη φέξη και απαιτούμε πρόωρη σύνταξη, η οποία «κόβεται» και ωρυόμαστε «Πού είναι το κράτος;». Στην ίδια ηλικία πιθανόν να είμαστε ελεύθεροι επαγγελματίες, που δεν έχουμε πληρώσει ποτέ εισφορές, αλλά θα αναφωνήσουμε και πάλι «Πού είναι το κράτος;». Το χειρότερο είναι ότι το πιστεύουμε ειλικρινά, τέτοια είναι η λοβοτομή που έχουμε υποστεί.
Θα στενοχωρούσα πολλούς αν απαντούσα ότι το κράτος είναι στο πυροσβεστικό όχημα που προσπαθεί να προσεγγίσει και να σώσει το σπίτι μου από τις φλόγες, αλλά το εμποδίζω εγώ ο ίδιος οδηγώντας στη Λωρίδα Έκτακτης Ανάγκης. Ένα σπίτι χτισμένο κατά τα λοιπά πάνω στον αιγιαλό, το οποίο εμποδίζει την οποιαδήποτε ελεύθερη πρόσβαση των ανθρώπων στο δημόσιο αγαθό της παραλίας. Ασήμαντες λεπτομέρειες… Εξάλλου, μυαλό δεν βάζουμε. Ποιος θα ξεχάσει ότι τις πυρκαγιές στην Ηλεία το 2007 τις θεωρούσαμε «πάθημα που έπρεπε να γίνει μάθημα»…
Ο Χρήστος Γιανναράς είχε πει εύστοχα σε μια συνέντευξή του ότι τις περασμένες δεκαετίες, όταν μια πλημμύρα κατέστρεφε το σχολείο του χωριού, οι κάτοικοι μαζεύονταν και το έφτιαχναν λέγοντας –δικαίως– στο α’ πληθυντικό πρόσωπο «φτιάξαμε το σχολείο». Πλέον, όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, φωνάζουμε στα τηλεοπτικά κανάλια «Πού είναι το κράτος;», ενώ εγώ θα προσέθετα και ένα τσιτάτο της εποχής μας: «Γιατί δεν αξιοποιούμε τους πόρους του ΕΣΠΑ;».
Ως άλλος «βασιλιάς», το κράτος απεβίωσε – Ζήτω το κράτος!
Η αλήθεια είναι ότι το συλλογικό μας υποσυνείδητο και ένστικτο αυτοσυντήρησης παραμένει ζωντανό, και απτή απόδειξη είναι η μεγάλη –σε ποσότητα και ποιότητα– επίδειξη αλληλεγγύης από τους Έλληνες τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Ωστόσο, το θλιβερό είναι ότι αυτό κινητοποιείται κατόπιν εορτής και σε απόλυτη δυσαρμονία με τον κρατικό μηχανισμό, ο οποίος θα μπορούσε και θα έπρεπε να συντονίσει, να εναρμονίσει και να θέσει προτεραιότητες.
Το «ελληνικό πρόβλημα» συνεχίζει να είναι πρωτίστως πρόβλημα νοοτροπίας και όχι κατοχής μέσων. Αφορά τη νοοτροπία τόσο όλων ημών όσο και του κρατικού μηχανισμού, όχι υπό τη γενική και αόριστη έννοια της «πολιτείας», αλλά υπό την προσωποποιημένη ευθύνη του δημόσιου λειτουργού. Τι είδους υψηλής διάνοιας θεσμική οργάνωση απαιτείται ώστε ο αστυνομικός που βλέπει μπροστά του να περνά ο πατέρας με το πεντάχρονο παιδί του χωρίς κράνη πάνω σε μια μηχανή, να τους σταματήσει και να τους κόψει κλήση ή να τους κάνει έστω σύσταση; Γιατί να πρέπει να λάβει πρώτα σχετική άνωθεν εντολή, η οποία ουσιαστικά θα λέει «λοιπόν, σήμερα τηρούμε το νόμο, από αύριο βλέπουμε πάλι»;
Η δημιουργία μιας αξιόπιστης κρατικής μηχανής έχει υπονομευθεί διαχρονικά και παντοιοτρόπως. Το θέμα είναι εμείς τι κάνουμε ως αυτόνομες οντότητες και εντέλει ως πατριώτες, καθώς πατριωτισμός και αντικοινωνική συμπεριφορά δεν συμβαδίζουν.
Παρεμπιπτόντως: Στην περίπτωση της πυρκαγιάς στο Μάτι Αττικής, να μην ξεχάσουμε να δώσουμε αποζημίωση σε όσους έκλεισαν την παραλία με αυθαίρετα χτίσματα, όπως ακριβώς κάναμε και με εκείνους (μεταξύ αυτών και τον ίδιο το Δήμο) που είχαν μπαζώσει τα ρέματα στη Μάνδρα. Άλλωστε, η αυθαιρεσία πρέπει να ανοικοδομηθεί για να αποδείξουμε ότι δεν απωλέσαμε την ελληνική ταυτότητά μας.