Από τις 23 ως τις 25 Ιουλίου 1920 συνήλθε στο Βατούμ το Α΄ Γενικό Συνέδριο των Ελλήνων του Πόντου, με τη συμμετοχή Ελλήνων από τη Ρωσία και τον μικρασιατικό Πόντο. Πρόεδρος του συνεδρίου εκλέχτηκε ο Βασίλειος Ιωαννίδης, αντιπρόεδροι ο Λεωνίδας Ιασονίδης και ο Νίκος Λεοντίδης και γραμματείς ο Αντώνιος Κωνσταντινίδης και ο Ιωάννης Κανονίδης (δεν έχει διευκρινιστεί αν πρόκειται για τον δάσκαλο, λογοτέχνη και δημοσιογράφο Γιάγκο Κανονίδη-Τοπχαρά).
Οι αποφάσεις του συνεδρίου εγκρίθηκαν παμψηφεί και ήταν, σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού:
- Η ένωση του Πόντου με την Ελλάδα.
- Η υποχρέωση του Διαρκούς Εθνικού Συνεδρίου να αγωνίζεται για την πλήρη ανεξαρτησία του Πόντου.
- Η ανάθεση στον Κωνσταντίνο Κωνσταντινίδη, τον Σωκράτη Οικονόμο, τον Σάββα Τριανταφυλλίδη και τον μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο Φιλιππίδη να ενεργήσουν ως αντιπρόεδροι του συνεδρίου, με όλες τους τις δυνάμεις στο συμβούλιο των συμμάχων και στη συνδιάσκεψη της ειρήνης στο Παρίσι, για την επίτευξη του ιερού και αιώνιου πόθου των Ποντίων Ελλήνων για ένωση του Πόντου με την Ελλάδα.
Ο πρόεδρος Βασίλειος Ιωαννίδης ανέλαβε να αναγγείλει την έναρξη των εργασιών του Διαρκούς Γενικού Συνεδρίου στην ελληνική κυβέρνηση, στην ελληνική αρμοστεία Κωνσταντινούπολης και στους αρμόδιους της συνδιάσκεψης του Παρισιού.
Το συνέδριο κατακρίθηκε από ορισμένες εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στον Πόντο. Ο διευθυντής της εφημερίδας Εποχή της Τραπεζούντας Νίκος Καπετανίδης, στενός συνεργάτης και φίλος του μητροπολίτη Χρύσανθου, επανειλημμένα το χαρακτήρισε σε άρθρα του ως παρασυναγωγή, η οποία δεν εκπροσωπούσε τους Έλληνες του Πόντου. Ο Καπετανίδης έφτασε μέχρι του σημείου να αμφισβητεί και γνωστούς αντιπροσώπους του συνεδρίου, όπως ο Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου, ο Λεωνίδας Ιασονίδης κ.ά.
Στο συνέδριο συμμετείχε ο Ιωάννης Χατζη-Ηλία Κάλφογλου ως αντιπρόσωπος της επαρχίας Αμασείας και της πόλης Αικατερινοντάρ.
Με την επικράτηση της σοβιετικής εξουσίας στην περιοχή και τη φανερή ενίσχυση του κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ από την πλευρά των Σοβιετικών, σταμάτησαν, από το 1921 και μετά όλες οι προσπάθειες των Ελλήνων για την ανεξαρτησία του Πόντου, για τοπικές αυτονομίες ή για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής.
Μόνο μετά το 1925 ξανάρχισαν οι Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης να ασχολούνται συλλογικά για τα προβλήματά τους, με πρώτο το γλωσσικό, το οποίο, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, είχε καταστεί θέμα ταξικό και ως τέτοιο δεν αντιμετώπιζε την εχθρότητα της νέας πολιτικής κατάστασης.