Δεν του βγαίνουν οι πολιτικές επιλογές του Αλέξη Τσίπρα, και αυτό θα έχει επιπτώσεις στη χώρα και στο λαό. Αναμενόμενο. Όταν πολιτεύεσαι καιροσκοπικά, έρχεται η στιγμή που θα πληρώσεις το τίμημα. Και αυτό αν αφορά εσένα και το κόμμα σου δεν έχει και τόση σημασία. Αν έχει όμως επιπτώσεις στο λαό, τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Οι πολιτικοί και οι πολιτικές επιλογές τους δεν κρίνονται από το τι θέλουν και τι επιδιώκουν. Αλλά από το τι μπορούν να πετύχουν. Και εδώ οδεύουμε από αποτυχία σε αποτυχία.
Στελέχη της κυβέρνησης, από τον ίδιο τον πρωθυπουργό μέχρι την υπουργό εργασίας, με προφανή στόχο την προσέλκυση ψήφων υπερέβαλαν σε δηλώσεις του είδους ότι μετά το τέλος των μνημονίων θα ακολουθήσουν πολιτικές που θα ικανοποιούν το λαϊκό αίσθημα και τις λαϊκές ανάγκες. Λόγω του νεαρού της ηλικίας τους δεν θα γνωρίζουν πως υπάρχει ένα σημείο στην κλίμακα δυσαρέσκειας που ό,τι και αν κάνεις δεν μπορείς να ανατρέψεις την απαξίωσή σου. Και αυτό το σημείο η κυβέρνηση φρόντισε να το υπερβεί.
Η προχθεσινή απόφαση του Eurogroup, και κυρίως οι ελιγμοί του Γερμανού υπουργού Οικονομικών θα προσγείωσαν τον Τσίπρα. Το μήνυμα που θέλουν να στείλουν οι Γερμανοί στην ελληνική κυβέρνηση και στο ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι «αλλαγή νοοτροπίας». Δυστυχώς, αυτή δεν πρόκειται να επιτευχθεί. Και όσοι είναι εξοικειωμένοι με τα οικονομικά εκδηλώνουν ήδη την ανησυχία τους ότι μόλις η κυβέρνηση –οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση– απαλλαγεί από την επιτροπεία, αν ποτέ συμβεί αυτό, θα οδηγήσει και πάλι τη χώρα σε κρίση.
Πρόκειται για κατάντια του πολιτικού συστήματος, όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό είναι και το γερμανικό πρόσχημα για να υπαναχωρήσει το Βερολίνο από τους συμψηφισμούς που φαίνεται να έκανε η Μέρκελ με τον Τσίπρα, αν ο Έλληνας πρωθυπουργός κατάλαβε καλά. Γιατί τις προηγούμενες ημέρες το ακούσαμε κι αυτό ως γερμανική δήλωση: ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν κατάλαβε τι του είπε η Μέρκελ. Η δήλωση αναφερόταν στο θέμα του ΦΠΑ στα νησιά.
Μάλλον θα πρόκειται για γερμανική υπαναχώρηση, αν όχι για καλά συντονισμένο γερμανικό παιχνίδι στο οποίο συμμετέχουν πολλοί θεσμικοί παράγοντες. Από τη Βουλή και την αντιπολίτευση μέχρι το συγκυβερνών με τη Μέρκελ κόμμα. Το αποτέλεσμα είναι ότι σε όλα τα μέτωπα η Μέρκελ κι η Γερμανία μόνο παίρνουν. Δεν δίνουν. Από την επιστροφή προσφύγων που αποδέχθηκε ο Τσίπρας μήπως και έχει κάποιο όφελος, μέχρι τον ΦΠΑ στα νησιά και τις συντάξεις· από το Brexit μέχρι την Ιταλία. Το μόνο μάθημα που πήρε η Μέρκελ ήταν από τον Τραμπ και αφορούσε το NATO και την οικονομική συμβολή της Γερμανίας στους εξοπλισμούς της Συμμαχίας. Η αμερικανογερμανική κρίση είναι υπαρκτή και δεν αφορά μόνο το NATO.
Όλα τα προεκλογικά ατού του Τσίπρα είναι μετέωρα. Και δεδομένης της ραγδαίας φθοράς της κυβέρνησής του μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών, προς το παρόν δεν έχει κάτι να επιδείξει ενόψει της προεκλογικής περιόδου η οποία, μάλλον, άρχισε.
Ο Τσίπρας και το κόμμα του θα δυσκολευτούν, από δω και πέρα, και σε κάτι άλλο. Ο κόσμος στον οποίο απευθύνονται επιθυμεί ένα σαφές ιδεολογικοπολιτικό στίγμα. Το στίγμα αυτό ο Τσίπρας το αναζήτησε στην Αριστερά. Αλλά Αριστερά υποταγμένη στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό δεν νοείται. Η κυβέρνηση του Τσίπρα πρέπει να είναι η πιο υπάκουη στις επιθυμίες της Ουάσινγκτον από τις μεταπολιτευτικές ελληνικές κυβερνήσεις. Αυτό μπορεί να μην το ομολογούν οι οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά υποσυνείδητα τους ενοχλεί. Αναφερόμαστε στον μεγάλο αριθμό των οπαδών και ψηφοφόρων του, και όχι στα στελέχη που έχουν ίδιον προσωπικό –οικονομικό και κοινωνικό– όφελος από τη διατήρηση της εξουσίας.
Αλλά δεν πρόσεξαν και κάτι άλλο οι διαμορφωτές της κυβερνητικής πολιτικής. Οι μεγάλες δυνάμεις, είτε πρόκειται για τις ΗΠΑ είτε για τη Ρωσία είτε για όποια άλλη δύναμη αναδυθεί προσεχώς, αξιοποιούν προς όφελός τους τις υπάκουες κυβερνήσεις. Αν και όταν χρειαστεί ακολουθούν την πολιτική της λεμονόκουπας. Ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ έκαναν αρκετή από τη βρόμικη δουλειά που χρειαζόταν. Από δω και πέρα δεν είναι και τόσο επιθυμητοί στις δυνάμεις.
Το τελευταίο παράδειγμα αυτής της δουλειάς ήταν η απέλαση των Ρώσων πρακτόρων οι οποίοι, ως συνήθως, φέρουν τον διπλωματικό μανδύα όπως και όλοι οι πράκτορες όλων των χωρών.
Όλα συντείνουν πως η αψυχολόγητη ελληνική αντίδραση στην υπαρκτή –κατά πάσα πιθανότητα– ρωσική δραστηριότητα στην Ελλάδα υπαγορεύτηκε από τις ΗΠΑ. Αυτά που επικαλούνται οι πηγές των διαφόρων δημοσιευμάτων και όσα διαφαίνονται ως δραστηριότητες των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών είναι συνήθεις πρακτικές. Υπάρχουν χειρότερα που συμβαίνουν και η κυβέρνηση δεν αντιδρά. Προς τι η επιλογή της ρήξης με τη Ρωσία;
Μπορεί, πέραν της αμερικανικής στήριξης, η κυβέρνηση να απέβλεπε στην ανατροπή του αρνητικού κλίματος στο εσωτερικό της χώρας με αφορμή την υπόθεση του Μακεδονικού. Αλλά το κλίμα αυτό δεν μπορεί να το ανατρέψει η κυβέρνηση. Έχει παγιωθεί η αρνητική στάση της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας απέναντί της.
Είναι εντυπωσιακό ότι ακόμη και στα χωριά ακριτικών νομών της χώρας όπου ζουν δίγλωσσοι Έλληνες δεν υπήρξε θετική ανταπόκριση στη λύση που συμφώνησε η κυβέρνηση. Αντιθέτως, θα λέγαμε. Οι αντιδράσεις τους ήταν αρνητικές.
Ο ελληνικός λαός βρίσκεται ακόμη μια φορά σε ένα κρίσιμο δίλημμα. Οι κυβερνητικές πολιτικές είναι καταστροφικές για τη χώρα, και η αντιπολίτευση δεν του δίνει καμιά σοβαρή ελπίδα. Αυτή είναι η κατάντια ενός πολιτικού συστήματος που όχι μόνο δεν φροντίζει την αναπαραγωγή του αλλά υπονομεύει και όποιο πρόσωπο η ομάδα ανθρώπων έχει κάτι να προτείνει.
Από αυτό το αδιέξοδο προσπαθούμε να βγούμε από τότε που δημιουργήθηκε σύγχρονο ελληνικό κράτος. Τίποτε δεν δείχνει πως μπορεί να αλλάξουμε τις συνήθειές μας και τη νοοτροπία μας ως κοινωνία.