Από τότε που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επισκέφθηκε ως πρωθυπουργός τη Μόσχα τη δεκαετία του ’70, η Ελλάδα είναι πολύ προσεκτική στις σχέσεις της με τη Ρωσία. Διότι παρά το γεγονός ότι οι δύο χώρες ανήκουν σε διαφορετικά στρατόπεδα, και η Αθήνα και η Μόσχα αναγνώριζαν πως είχαν συμφέρον από τη διατήρηση χαμηλών τόνων και καλών σχέσεων στις διμερείς τους επαφές.
Το γεγονός ότι το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών αναγκάστηκε να απελάσει δύο Ρώσους διπλωμάτες, δείχνει πόσο η δραστηριότητά τους ενόχλησε την Αθήνα. Το τι ακριβώς συνέβη δεν είναι γνωστό. Αλλά θα πρόκειται για κάτι πολύ σοβαρό.
Το παιχνίδι γίνεται και σκληρό και απροκάλυπτο. Και οι συνέπειές του δεν μπορούν ακόμη να εκτιμηθούν. Το ότι οι Ρώσοι θα απελάσουν ίδιο αριθμό Ελλήνων διπλωματών από τη Μόσχα είναι το ελάχιστο που θα ανέμενε κανείς.
Οι ελληνορωσικές σχέσεις δεν αποκλείεται να περάσουν μια φάση «ψυχρού πολέμου» και αυτό δεν θα είναι καθόλου καλή εξέλιξη, τη στιγμή μάλιστα που αυτήν την περίοδο οι σχέσεις της Μόσχας με την Άγκυρα είναι καλές και οι δύο χώρες έχουν δείξει το ενδιαφέρον τους για τα Βαλκάνια.
Με μια πρώτη προσέγγιση, η ελληνορωσική κρίση έχει να κάνει με τη βαλκανική πολιτική της Μόσχας και την αμερικανική προσπάθεια εξοβελισμού της. Μετά την ένταξη της Αλβανίας στο ΝΑΤΟ (αν και η Αλβανία ουδέποτε είχε αγαθές σχέσεις με τη Ρωσία πλην μιας μικρής περιόδου επί Ενβέρ Χότζα όταν η χώρα πέρασε στο κομμουνιστικό στρατόπεδο), την ένταξη επίσης του Μαυροβουνίου στη Συμμαχία και την επίλυση της ελληνοσκοπιανής διαφοράς, τα Βαλκάνια γίνονται προνομιακό πεδίο για την Ουάσινγκτον.
Τα πράγματα θολώνουν κάπως στη Σερβία, η οποία δεν θέλει να εγκαταλείψει τα ρωσικά της ανοίγματα αλλά οι σχέσεις του Βελιγραδίου με τη Δύση (Ευρώπη και ΗΠΑ), και κυρίως η προοπτική τους, δεν εμπνέουν ιδιαίτερη ανησυχία για τον αναγκαστικό προσανατολισμό της χώρας.
Δεν υπάρχουν πολλά πεδία στα οποία η Μόσχα θα μπορούσε να δραστηριοποιηθεί και να αντιδράσει. Ακόμη και η προσπάθεια να τεθεί η σκοπιανή Εκκλησία υπό την επιρροή του Βουλγαρικού Πατριαρχείου (να αναγνωρίσει η Εκκλησία των Σκοπίων ως μητέρα Εκκλησία τη Βουλγαρική) δεν φαίνεται να έχει αίσια έκβαση παρά τις προσπάθειες της Ρωσικής Εκκλησίας. Η μεσολάβηση του Πατριαρχείου, η πολιτική αλλαγή στα Σκόπια και η προσπάθεια επίλυσης της διαφοράς με την Ελλάδα ενίσχυσαν την τάση ορισμένων ιεραρχών της Βουλγαρικής Εκκλησίας με φιλελληνικό προσανατολισμό, και η τροπή των εξελίξεων δεν ευνοεί, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, τη Μόσχα. Η οποία Μόσχα δεν έκρυψε τη δυσαρέσκειά της στη λύση που επιδιώκουν Αθήνα και Σκόπια.
Και δικαίως. Διότι η Ρωσία κινδυνεύει να εκλείψει από μια περιοχή, τα Βαλκάνια, που αποτελούσαν προνομιακό πεδίο δραστηριότητάς της.
Πριν ακόμη την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, η Ρωσία επιχείρησε να αξιοποιήσει το ομόθρησκο των Ελλήνων και των άλλων βαλκανικών λαών για να δημιουργεί εστίες αναταραχής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία όποτε το θεωρούσε αναγκαίο. Μετά την επανάσταση οι Άγγλοι, από το 1823 ήδη, διαπίστωσαν πως ως ναυτική δύναμη θα πρέπει να πάρουν την Ελλάδα μαζί τους αν η Επανάσταση πετύχαινε. Και έτσι μπήκαν στο παιχνίδι.
Το 1828 μετά τη Συνθήκη της Αδριανούπολης ζητήθηκε από τη Ρωσία να ασχολείται με τους άλλους βαλκανικούς λαούς, πλην των Ελλήνων. Η Ελλάδα από τότε περνά στη Δυτική σφαίρα επιρροής. Όλες οι εξελίξεις που έχουν αποτελέσματα ως σήμερα, έχουν την αφετηρία τους στην ημερομηνία αυτή και τα όσα η Μόσχα αποδέχθηκε μεν αλλά ήλπιζε πως οι εξελίξεις θα αναιρέσουν.
Κομβικό σημείο στα όσα ακολούθησαν υπήρξε ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853-56). Μετά την ήττα της Ρωσίας ο μεν Όθων πλήρωσε την επιλογή του στο πλευρό της Ρωσίας, η δε Ρωσία αναγκάστηκε να ασχολείται του λοιπού όχι με τους χριστιανικούς λαούς της Βαλκανικής αλλά με τους σλαβικούς λαούς της χερσονήσου. Είναι η έναρξη της υλοποίησης του πανσλαβιστικού οράματος, απτή εφαρμογή του οποίου υπήρξε η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) η οποία δημιουργούσε τη Μεγάλη Βουλγαρία.
Η Ρωσία βοήθησε τα μέγιστα στη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης των σλαβικών βαλκανικών λαών σε βάρος της Ελλάδας. Ευτυχώς, τα αποτελέσματα της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου ανατράπηκαν το ίδιο έτος με τη Συνθήκη του Βερολίνου. Τα σλαβικά κράτη της Βαλκανικής, όμως, παίρνουν σάρκα και οστά.
Σε αυτή την προσπάθεια μια ομάδα –βασικά βουλγαροφρόνων– αρχίζει για διάφορους λόγους να διαφοροποιείται στην περιοχή και να αναζητά δική της ξεχωριστή ταυτότητα. Η διαδικασία της διαφοροποίησης δεν ήταν πάντα αυτόνομη. Μερικές φορές είχε την ευλογία και την υποστήριξη του βουλγαρικού κράτους, το οποίο προσπαθούσε να εντάξει στην επικράτειά του την περιοχή κατά το πρότυπο της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1885.
Η Επανάσταση του Ίλιντεν, την οποία προσφάτως πληροφορήθηκε ο Αλέξης Τσίπρας, απέβλεπε σε μια τέτοια πολιτική. Πρώτα αυτονόμηση της Μακεδονίας και μετά προσάρτησή της στη Βουλγαρία.
Όλη αυτή η πολιτική είχε την υποστήριξη της Μόσχας. Ακόμη και όταν η Σερβία επιδίωξε να ασκήσει επιρροή στους πληθυσμούς αυτούς και να τους κρατήσει υπό τη δική της επιρροή στην αρχή και στην επικράτειά της στη συνέχεια, η Ρωσία υποστήριξε τις βουλγαρικές επιδιώξεις. Η Ρωσία, λοιπόν, έχει ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση και των κρατικών υποστάσεων και της πολιτικής τους στη Βαλκανική – ρόλο που τον διατήρησε μέχρι και τον τελευταίο πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του ’90.
Μετά τον γιουγκοσλαβικό πόλεμο αρχίζει μια σταδιακή υποχώρηση της Ρωσίας από την περιοχή, που φθάνει στο σημερινό επίπεδο σχεδόν παντελούς έκλειψης.
Είναι δυνατόν η Μόσχα να μείνει αδιάφορη για την αμερικανική κυριαρχία στα Βαλκάνια; Όχι. Ήταν θέμα χρόνου η εκδήλωση των ρωσικών αντιδράσεων οι οποίες στο παρασκήνιο ήταν έντονες και με την απέλαση των Ρώσων διπλωματών αποκαλύπτονται, ως ένα βαθμό, και στην ελληνική τους διάσταση.
Η ρωσική ενόχληση και αντίδραση αποκαλύφθηκε και στο Μαυροβούνιο με το αποτυχημένο πραξικόπημα που επιχειρήθηκε, όπως και στα Σκόπια τη βραδιά της εισόδου στο κοινοβούλιο οπαδών του Γκρούεφσκι.
Δεν αποδίδουν όμως οι αντιδράσεις της Μόσχας. Αν και το παιχνίδι φαίνεται να γέρνει προς την πλευρά των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, οι Ρώσοι δεν το εγκαταλείπουν. Είναι ίσως ζωτικό γι’ αυτούς.
Όλη αυτή η αναφορά δείχνει, επίσης, και τη βαρύτητα της σημασίας της Συμφωνίας των Πρεσπών. Αναγνωρίζοντας ως Μακεδόνες τους γείτονες, η Ελλάδα αποδέχεται ότι υποχωρεί στην προσπάθεια που άρχισε μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο στην περιοχή. Και αποδέχεται αξιώσεις τις οποίες όχι μόνο αμφισβητούσε αλλά και για τις οποίες χύθηκαν ποταμοί αίματος. Δυστυχώς, στο μέλλον θα χρησιμοποιηθούν εις βάρος της.
Είναι αλήθεια, βεβαίως, πως η παράταση της εκκρεμότητας με τα Σκόπια εξυπηρετεί το ρωσικό –και ίσως το τουρκικό– παιχνίδι στην περιοχή, αλλά η επίλυσή της ωφελεί ουσιαστικά τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Όχι την Ελλάδα. Είναι θέμα λαού και πολιτικής ηγεσίας να εκτιμήσουν τι πραγματικά συμφέρει. Πάντως, τα κράτη έχουν βίο πολύ μεγαλύτερο από την πολιτική παρουσία των εκάστοτε πρωταγωνιστών τους.
Το ρωσικό πολιτικοδιπλωματικό παιχνίδι παρακολουθούσε –και παρακολουθεί– από κοντά η Ρωσική Εκκλησία, στη συγκρότηση της οποίας ήταν καταλυτικός ο ρόλος Ελλήνων ιεραρχών. Υπήρξε μια μακρά περίοδος με υπαρκτή φιλελληνική τάση. Ο πανσλαβισμός ήταν ένα κίνημα που ταλαιπώρησε και τη Ρωσική Εκκλησία. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Μετά την Άλωση της Πόλης, στη Ρωσική Εκκλησία επικράτησε η άποψη της Τρίτης Ρώμης. Δηλαδή ότι η Μόσχα και η Ρωσική Εκκλησία θα μπορούσαν λόγω μεγέθους και σπουδαιότητας να διαδραματίσουν το ρόλο μιας Τρίτης Ρώμης (οι άλλες δύο –πρώτη και δεύτερη Ρώμη– έπεσαν).
Η αντίληψη αυτή ισχύει ακόμη και σήμερα. Η Ρωσική Εκκλησία, σε αγαστή συνεργασία με το ρωσικό κράτος, προσπαθεί να κυριαρχήσει στο χώρο της Ορθοδοξίας ερχόμενη πολύ συχνά σε αντιπαράθεση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αυτή η επιδίωξη της Μόσχας είναι που ενεργοποιεί το ενδιαφέρον της Ουάσινγκτον για το Πατριαρχείο και διατηρείται σε ελληνικά χέρια.
Στην Ελλάδα την πολιτική της η Ρωσική Εκκλησία και το ρωσικό κράτος ασκούν και μέσω της παρουσίας τους στο Άγιο Όρος και συγκεκριμένα μέσω της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος, ή αλλιώς Ρωσικό Μοναστήρι.
Ουσιαστικά οι περισσότεροι μοναχοί της Μονής ήταν –και ίσως ακόμη είναι– Ουκρανοί Ορθόδοξοι. Ουκρανοί, αλλά μάλλον ρωσικής καταγωγής.
Η επίσημη Ρωσία έχει παράπονα από τον τρόπο που ανταποκρίνεται το ελληνικό κράτος στα αιτήματά της σχετικά με τη Μονή. Σήμερα είναι αρκετά δύσκολο σε μη Ρώσους προσκυνητές να επισκεφτούν τη Μονή. Μάλλον αδύνατον αν επιθυμούν να διαμείνουν. Ο ίδιος ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν εξέφρασε δημοσίως τη δυσαρέσκειά του για τον τρόπο που η ελληνική πολιτεία ανταποκρίνεται στα αιτήματα της Μονής και της Μόσχας.
Επισκέφθηκα τη Μονή πριν από αρκετά χρόνια. Στο αρχονταρίκι υπήρχαν φωτογραφίες των Ρώσων τσάρων, ακόμη και επί σοβιετικής εποχής. Ωστόσο, τόσο επί σοβιετικής περιόδου όσο ακόμη και σήμερα, η Μονή χρησιμοποιείται ως πύλη εισόδου Ρώσων πρακτόρων στην Ελλάδα και από την Ελλάδα στην υπόλοιπη Δύση.
Στους μοναχούς και αυτής της Μονής, όπως και των άλλων ξένων, το ελληνικό κράτος παρέχει ελληνικό διαβατήριο. Για έναν κατάσκοπο δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο ως όργανο άσκησης της δουλειάς του από την απόκτηση ενός διαβατηρίου που θα του δίνει τη δυνατότητα διακίνησης στις ευρωπαϊκές χώρες.
Άνθρωπος που είναι σε θέση να γνωρίζει, λέει πως τα τελευταία δέκα χρόνια υπάρχουν 88 μοναχοί της Μονής που έχουν λάβει ελληνικό διαβατήριο και έχουν χαθεί τα ίχνη τους.
Άρα, καταλήγοντας, έχουμε να κάνουμε με ένα παιχνίδι πολιτικοδιπλωματικό με βαθιές ιστορικές ρίζες και μεγάλο διακύβευμα, στο οποίο συνδράμει η Ρωσική Εκκλησία και ένα ευρύ, ισχυρό, πεπειραμένο και καλά οργανωμένο ρωσικό κατασκοπευτικό δίκτυο.
Σ’ αυτό το σύστημα φαίνεται να έχει εμπλακεί η ελληνική εξωτερική πολιτική. Ας ευχηθούμε να αντεπεξέλθει.