Η μάχη του Πέτα ήταν μία από τις μάχες του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων του 1821. Έλαβε χώρα κατά το δεύτερο έτος της επανάστασης, στις 4 Ιουλίου του 1822, στο χωριό Πέτα, 5 χλμ ανατολικά της Άρτας. Εμπλεκόμενες πλευρές ήταν οι Έλληνες αγωνιστές, συνεπικουρούμενοι από το Τάγμα των Φιλελλήνων, και ο οθωμανικός τακτικός στρατός συνεπικουρούμενος από σώματα ατάκτων μισθοφόρων Τουρκαλβανών.
Η έκβαση της μάχης ήταν η ολέθρια ήττα Ελλήνων και φιλελλήνων, και οι συνέπειές της υπήρξαν ιδιαίτερα δυσάρεστες για τους Σουλιώτες και για τη συνέχιση του απελευθερωτικού αγώνα στην Ήπειρο.
Μετά τη θανάτωση του Αλή Πασά από εκτελεστικό απόσπασμα του Χουρσίτ Πασά, κατ’ εντολή του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ στις 24 Ιανουαρίου 1822, και τη διάλυση του Πασαλικίου των Ιωαννίνων που επακολούθησε, η κατάσταση των Σουλιωτών άρχισε να επιδεινώνεται. Η δε Συμφωνία του Πέτα (1821), που αφορούσε συμμαχία των Σουλιωτών με τους Τουρκαλβανούς, είχε πάψει να υφίσταται μετά από ραδιουργίες του Αλβανού πασά Ομέρ Βρυώνη. Υπό τις συνεχείς πιέσεις του Μεγάλου Βεζίρη Χαλέτ Εφέντη για διάλυση κάθε επαναστατικής εστίας, ο Χουρσίτ Πασάς αναγκάζεται, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες συμβιβασμού, να βαδίσει εναντίον των Σουλιωτών με 14.000 άνδρες, συνάπτοντας σφοδρές μάχες. Οι Σουλιώτες, εφαρμόζοντας μια επιδέξια ελαστική άμυνα, ακολουθώντας τακτική σύμπτυξης προκειμένου να κερδίσουν χρόνο, αποσύρθηκαν στο Σούλι. Οργάνωσαν την αντίστασή τους στα εξωτερικά οχυρά του Σουλίου, τον Αβαρίκο, την Κιάφα, και τα Χόικα, αποτρέποντας κάθε προσπάθεια κατάληψής τους. Ο Χουρσίτ αποσύρθηκε στη Λάρισα, αναθέτοντας τη συνέχιση των επιχειρήσεων στον Ομέρ Βρυώνη.
Στο μεταξύ, αναλαμβάνοντας νέος πασάς της Ηπείρου, ο Ρεσίτ Πασάς Κιουταχής, θέλοντας να δώσει ένα τέλος στις επαναστατικές δράσεις στην περιοχή, ενέτεινε την πολιορκία του Σουλίου. Υπό την πίεση της συνεχούς πολιορκίας, οι Σουλιώτες αναγκάστηκαν να ζητήσουν τη βοήθεια του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και του Μάρκου Μπότσαρη.
Κινήσεις πριν από τη μάχη
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που ήταν πρόεδρος του Εκτελεστικού, «ήρχισε τον ανταγωνισμό προς τον Δ. Υψηλάντη, τον οποίον ήθελε να υπερτερήση και ως στρατιωτικόν». Στις 9 Ιουνίου ο Μαυροκορδάτος έφτασε στο Κομπότι με 3.000 άνδρες, ανάμεσά τους και το τάγμα του τακτικού στρατού με 560 άνδρες, οι 93 από αυτούς Φιλέλληνες. Στις 10 Ιουνίου, οι Τούρκοι βγήκαν από την Άρτα, αλλά η ελληνική πλευρά τούς αναχαίτισε έως το Κομπότι. Ξεχώρισε για την ανδρεία του ο Γερμανός στρατηγός Νόρμαν.
Ο στρατάρχης Μαυροκορδάτος έστειλε τον Μπότσαρη με 1.200 άνδρες προς βοήθεια των Σουλιωτών. Οι υπόλοιποι 1.500, χωρίς τον Μαυροκορδάτο, προχώρησαν προς την Άρτα, καταλαμβάνοντας το Πέτα. Ο Ομέρ Βρυώνης συνάντησε το ολιγάριθμο στράτευμα του Μπότσαρη στην Πλάκα, στις 29 Ιουνίου, όπου δόθηκε η Μάχη της Πλάκας. Οι Οθωμανοί υπερίσχυσαν και ο Μπότσαρης οπισθοχώρησε στο Πέτα έχοντας χάσει 100 άνδρες.
Ένα άλλο λάθος που έκρινε την τύχη της μάχης, ήταν η στάση των Ευρωπαίων απέναντι στον τρόπο πολέμου με τους Τούρκους.
Οι Έλληνες οπλαρχηγοί συμβούλεψαν τους Φιλέλληνες να κάνουν ταμπούρια (οχυρώματα) και αυτοί απάντησαν πως «έχουν τα στήθη τους για ταμπούρια και πως ξέρουν και αυτοί να πολεμούν». Έτσι πολλοί οπλαρχηγοί αποχώρησαν από το Πέτα, όπως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και ο Γ. Κολοκοτρώνης.
Η μάχη του Πέτα
Την Τρίτη 4 Ιουλίου 1822, ο Ρεσίτ Πασάς Κιουταχής με περίπου 8.000 Οθωμανούς στρατιώτες βγήκε από την Άρτα. Το Πέτα βρίσκεται σε μια κορυφογραμμή από βορρά προς νότο με απότομες πλαγιές που βλέπουν προς την Άρτα. Στα αριστερά τοποθετήθηκαν οι Φιλέλληνες, πιο δεξιά το πυροβολικό τους, στη συνέχεια το σώμα των Επτανησίων με τον Σπ. Πανά, και στο δεξιό άκρο πάνω σε ένα λόφο ο Γώγος Μπακόλας [φωτ. δεξιά] με τους πολεμιστές του. Σε άλλη κορυφογραμμή πιο πίσω τοποθετήθηκαν οι Μπότσαρης, Βλαχόπουλος κ.ά. Η μάχη άρχισε από τα χαράματα και κράτησε έως το απόγευμα. Η πορεία της μάχης ευνοούσε την ελληνική πλευρά, όμως στο ύψωμα που κατείχε ο Μπακόλας φάνηκαν ξαφνικά περίπου 80 Τούρκοι σημαιοφόροι. Οι Έλληνες ερμήνευσαν αυτό το περιστατικό ως προδοσία του Μπακόλα και οπισθοχώρησαν, και καθώς άργησε η διαταγή της οπισθοχώρησης οι φιλέλληνες που έμειναν στη μάχη περικυκλώθηκαν από τους εχθρούς. Οι 11 Πολωνοί φιλέλληνες, με αρχηγό τους τον Μιρζέφσκι, οχυρώθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο κέντρο του Πέτα όπου βρήκαν τραγικό θάνατο. Από το Σώμα των Φιλελλήνων (Ιταλοί, Γερμανοί, Γάλλοι, Ελβετοί, Βέλγοι, Ολλανδοί, Δανοί, Σουηδοί, Πολωνοί) 68 σκοτώθηκαν, ανάμεσά τους και ο διοικητής του τακτικού στρατεύματος συνταγματάρχης Πιέτρο Ταρέλα.
Ο βαριά πληγωμένος στρατηγός Νόρμαν είπε στον Μαυροκορδάτο: «πρίγκιπα, όλα τα χάσαμε, εκτός από την τιμή».
Το δικαστήριο που έγινε αμέσως μετά αθώωσε τον Μπακόλα από την κατηγορία της προδοσίας.
Απόηχος
Οι απώλειες της ελληνικής πλευράς στο Πέτα ήταν πολύ βαρύτερες σε σχέση με κάθε άλλη μάχη κατά τα τρία πρώτα χρόνια της επανάστασης. Οι φιλέλληνες αξιωματικοί θέλησαν να αποδώσουν την ήττα τους στη φυγή των άτακτων ελληνικών ομάδων από το πεδίο της μάχης, κάτι που επέτρεψε στην τουρκική πλευρά να περικυκλώσει το Τάγμα των Φιλελλήνων και το Σύνταγμα Ταρέλα, τις δύο τακτικές μονάδες που είχαν παραμείνει παρατεταγμένες στις θέσεις τους. Το κύριο όμως αίτιο της ήττας ήταν ο συνδυασμός δύο τακτικά ασυμβίβαστων στρατευμάτων σε μια ενιαία διάταξη μάχης, δηλαδή οι άτακτες ελληνικές μονάδες από τη μια και το Τάγμα των Φιλελλήνων και το Σύνταγμα Ταρέλα από την άλλη.
Μετά τη μάχη ο Μπότσαρης, με τα απομεινάρια του εκστρατευτικού σώματος, υποχώρησε στο Μεσολόγγι μαζί με τον Μαυροκορδάτο, εγκαταλείποντας τους Σουλιώτες. Ο Μπακόλας, όταν πληροφορήθηκε τις κατηγορίες εναντίον του, συναντήθηκε με τον Μαυροκορδάτο, ο οποίος τον θεώρησε αθώο. Ο Μπακόλας όμως, αδυνατώντας να υποστεί την περιφρόνηση από τον κύκλο του, απομονώθηκε για ένα διάστημα και τελικά έλαβε την απόφαση να συμβιβαστεί με τους Τούρκους και να τους υπηρετήσει ως το τέλος της ζωής του. Αυτή του η ενέργεια ενίσχυσε την εντύπωση που είχε δημιουργηθεί την ημέρα της μάχης.
- Πηγή: el.wikipedia.org.