Η έννοια του εθνικού συμφέροντος βάλλεται πανταχόθεν και συντεταγμένα, ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες απονεύρωσης της ελληνικής πολιτικής τάξης και αποκοπής της από τα προτάγματα της κοινωνίας. Αν και για το εν λόγω θέμα έχουν γράψει άλλοι πολύ σπουδαιότεροι εμού, θα ήθελα εντούτοις να προσθέσω και εγώ ορισμένες σκέψεις.
Το εθνικό συμφέρον σταχυολογείται εξ απόψεως σημασίας σε επίπεδα από την κατοχύρωση της ασφάλειας του κράτους και της επιβίωσής του έως και την υποστήριξη των δραστηριοτήτων –οικονομικών ή άλλων– των πολιτών του στο εξωτερικό. Το κράτος οφείλει να διαθέτει στρατηγική, η οποία και αυτή έχει τυπολογία με γνώμονα το πεδίο, τη φάση ή τον ορίζοντα εφαρμογής της. Μέσω της στρατηγικής προτάσσει τις δικές του επιδιώξεις, τους δικούς του στόχους και εντέλει τα δικά του εθνικά συμφέροντα.
Τα παραπάνω διαβάζονται ως αυτονόητα, αλλά δεν είναι. Ιδίως όταν αναφερόμαστε σε υψηλής γεωπολιτικής αξίας μικρές δυνάμεις, η τάση είναι για την εγχώρια ελίτ να είναι μεταπρατική ή, για να το θέσω απλούστερα, να αποτελεί την ηχώ μιας μεγάλης δύναμης.
Προφανώς δεν ισχυρίζομαι ότι μια τέτοια χώρα –όπως είναι η Ελλάδα– δεν χρειάζεται ή δεν πρέπει να επιδιώκει τη σύναψη συμμαχιών. Κάθε άλλο. Απλώς οι συγκεκριμένες συμμαχίες οφείλουν να εξυπηρετούν στόχους και επιδιώξεις που άπτονται των εθνικών συμφερόντων της. Οι συμμαχίες συνάπτονται υπό τη σκέπη ενός συγκλίνοντος συμφέροντος και όχι για την εξυπηρέτηση του συμφέροντος του ενός.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η ηγεσία της μικρής χώρας οφείλει να προτάσσει αυτή την αναγκαιότητα και όχι να αρκείται στην απλή εξασφάλιση της εξουσίας ή της κομματικής επιβίωσης.
Αντιστοίχως, υψηλής σημασίας είναι και ο ρόλος του διεθνολόγου, όπως και κάθε μέλους του πνευματικού κόσμου που εμπλέκεται με το χώρο της ανάλυσης του διεθνούς γίγνεσθαι. Ακριβώς επειδή τυγχάνει του σεβασμού και της αποδοχής των συνομιλητών του, οφείλει να προσδιορίζει σαφώς ποιον εκπροσωπεί. Η αμεροληψία είναι επιθυμητή για έναν επιστήμονα, αλλά όταν αποφασίζει να κάνει γεωστρατηγική ανάλυση και άρα επιφορτισμένη με «πρόταση πολιτικής», καλό θα είναι να διευκρινίζει με ειλικρίνεια ποια εθνικά συμφέροντα θέλει να εξυπηρετήσει με τα κείμενα και τα λεγόμενά του.
Δυστυχέστατα, βρισκόμαστε καθημερινά ενώπιον αναλύσεων οι οποίες προτάσσουν τη «συν-διαχείριση», τη «συν-κυριαρχία» και τον κατευνασμό σε όλα πια τα μέτωπα και όχι μόνο στο ανατολικό, στο όνομα τίνος; Της ασφάλειας και της σταθερότητας, όπως αυτές γίνονται αντιληπτές στο ατλαντικό ή και σε άλλο πλαίσιο συνύπαρξης και συνεννόησης.
Μιας και οι πολιτικοί έχουν απωλέσει πλήρως –όχι μόνο στην Ελλάδα– την αξιοπιστία τους, επιστρατεύονται «επιστήμονες» οι οποίοι θα προσφέρουν τον τέλειο μανδύα νομιμοποίησης πρακτικών που αντιβαίνουν το εθνικό συμφέρον. Θα χρησιμοποιήσουν το ρητορικό τους χάρισμα και πομπώδεις εκφράσεις με ελαφρώς βαθυστόχαστο τρόπο, προκειμένου να εξηγήσουν γιατί είναι προς το συμφέρον μας το δικό μας να μην είναι πια δικό μας, αλλά να το μοιραζόμαστε με κάποιον άλλο που από πλευράς του δεν δίνει τίποτα.
Διευκρινίζω ότι δεν αναφέρομαι σε συγκεκριμένο θέμα, αλλά προσπαθώ να αποτυπώσω μια γενικότερη κατάσταση στον δημόσιο διάλογο, η οποία επικρατεί εδώ και δεκαετίες και δυστυχώς συμπαρασύρει κάθε πιθανότητα γι’ αυτήν τη χώρα να γίνει πραγματικά ανεξάρτητη και αυτόβουλη. Αν από τους πολιτικούς δεν μας παραξενεύει η οποιαδήποτε λοξοδρόμηση, οι απαιτήσεις μας από τη λεγόμενη «επιστημονική κοινότητα» θα έπρεπε να είναι περισσότερες.