Εάν η πΓΔΜ ολοκληρώσει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει με τη συμφωνία των Πρεσπών, θα είναι το πέμπτο κράτος του ΟΗΕ με γεωγραφικό προσδιορισμό στο όνομά του. Τα άλλα κράτη είναι η Νότιος Αφρική, η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, το Ανατολικό Τιμόρ (γνωστό και ως Τιμόρ-Λέστε) και το Νότιο Σουδάν που ιδρύθηκε μόλις το 2011. Εάν ανατρέξει κανείς στα συντάγματα των τεσσάρων αυτών κρατών, θα διαπιστώσει ότι σε όλα –σε όλα!– το όνομα του κράτους ταυτίζεται με το όνομα των πολιτών της χώρας: «Εμείς ο λαός της Νότιας Αφρικής» (We the People of South Africa), «ο Κεντροαφρικανικός λαός» (Le Peuple Centrafricain), «Εμείς, ο λαός του Νοτίου Σουδάν» (We, the People of South Sudan), «ο λαός του Ανατολικού Τιμόρ» (Povo de Timor-Leste) αναφέρεται παντού.
Το ίδιο ισχύει και για την ιθαγένεια/υπηκοότητα. Αναφέρεται παντού ως νοτιοαφρικανική, νοτιοσουδανική κτλ.
Είναι αυτονόητο ότι οι πολίτες του κράτους δεν προσδιορίζονται βάσει της ευρύτερης γεωγραφικής περιφέρειας στην οποία κατοικούν. Έτσι οι πολίτες της Νοτίου Αφρικής είναι Νοτιοαφρικανοί και όχι Αφρικανοί κ.ο.κ. Αυτό το αυτονόητο χάθηκε με τη συμφωνία που υπεγράφη στις Πρέσπες στις 17 Ιουνίου. Το κράτος θα ονομάζεται Βόρεια Μακεδονία. Οι κάτοικοί τους όμως δεν θα λέγονται «Βορειομακεδόνες», αλλά «Μακεδόνες».
Φαινομενικώς, η συμφωνία διευθετεί ένα πρόβλημα που εμφανίστηκε το 1991 με την ίδρυση της πΓΔΜ. Στην πραγματικότητα, όμως, αναμετράται με ένα θέμα που ανατρέχει στον 19ο αιώνα και αφορά την εθνική ταυτότητα των σλαβόφωνων χριστιανικών πληθυσμών που κατοικούν στη Μακεδονία. Ένα τμήμα τους επέλεξαν να είναι Έλληνες. Ένα άλλο τμήμα τους αποφάσισαν ότι είναι Βούλγαροι. Μετά το 1913 έκανε τη σταδιακή επίσημη εμφάνιση ο όρος «Μακεδόνες». Έτσι επιχείρησαν να προσδιοριστούν οι σλαβόφωνοι που κατοικούσαν κυρίως στο τμήμα της περιοχής που περιήλθε στη Γιουγκοσλαβία.
Τότε δημιουργήθηκε το ιδεολόγημα ενός «μακεδονικού έθνους» που έχει διαμελιστεί μεταξύ των τριών κρατών των Βαλκανίων που «κατέχουν» τμήματα της Μακεδονίας.
Το 1991 τα Σκόπια μέσω της χρήσεως του όρου «Δημοκρατία της Μακεδονίας» συνέχισαν το ιδεολόγημα του Μακεδονισμού, διεκδικώντας για τον εαυτό τους το όνομα του συνόλου της γεωγραφικής περιοχής. Η συμφωνία των Πρεσπών πέτυχε να αλλάξει το όνομα του κράτους. Αντικειμενικά αυτό ήταν άθλος. Στη διεθνή πρακτική έχουμε μόνον δύο ανάλογες περιπτώσεις, το 1862 και το 1920. Αντί, όμως, το νέο όνομα να συνοδεύει αυτονόητα το κράτος σε όλες τις δημόσιες εκφάνσεις του, η συμφωνία διασπά αυτή την ενότητα. Αυτό που πήραμε με την ονομασία του κράτους, το παραδώσαμε με τη ρητή αποδοχή της χρήσεως του όρου «Μακεδόνες». Έτσι, ένας από τους λαούς της γεωγραφικής Μακεδονίας κρατά για τον εαυτό του την ονομασία που αφορά το σύνολο των κατοίκων της περιοχής.
Η κυβέρνηση αναφέρθηκε σε δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού, στο οποίο –υποτίθεται– δεν μπορούσαμε να παρέμβουμε. Το όνομα των πολιτών του κράτους –η ιθαγένεια/υπηκοότητα– δεν αποτελεί δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού. Είναι ο νομικός δεσμός με το κράτος. Οι εναπομείναντες Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως ή της Ίμβρου, όσο και να θέλουν να αυτοπροσδιοριστούν, Τούρκοι πολίτες θα είναι. Εκεί που υπάρχει δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού είναι ως προς την εθνοτική τους ταυτότητα. Είναι Τούρκοι πολίτες ελληνικής καταγωγής (ή Έλληνες ως προς την εθνότητα).
Το γεγονός ότι αποτύχαμε στο θέμα του ονόματος των πολιτών του κράτους δείχνει κακή διαπραγματευτική τακτική. Δεν δείχνει προδοσία. Δυστυχώς, με ταχύτητα προχωράμε από τους γερμανοτσολιάδες του 2015 στους μειοδότες του 2018. Αυτό επιτείνεται από την τρομερή αλαζονεία και την έπαρση που δείχνει η κυβέρνηση. Αφήνει όμως βαθιά σημάδια στην κοινωνία.
Αγγελος Μ. Συρίγος
Αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
- Πηγή: kathimerini.gr.