Ο Ελευθέριος Βενιζέλος πήρε την Ελλάδα από τη Μελούνα και την οδήγησε στα σημερινά της σύνορα, έστω, στο τέλος, ως επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας στη Λωζάννη. Η μόνη περιοχή που προστέθηκε στον ελληνικό κορμό μετά το θάνατό του ήταν τα Δωδεκάνησα.
Οι σημερινοί Έλληνες μπορεί να θέσουν τις προϋποθέσεις για επιστροφή στη Μελούνα. Το πολιτικό δέμας των ανθρώπων που την κυβερνούν φθάνει – δεν φθάνει ως εκεί. Το ίδιο και της ακαδημαϊκής διανόησής της και της άρχουσας τάξης της.
Δεν είναι σχήματα λόγου αυτά. Η συμφωνία στην οποία κατέληξε ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς περιέχει τα σπέρματα μιας τέτοιας συρρίκνωσης. Για να αποφευχθεί, η Ελλάδα ίσως χρειαστεί να ξαναδώσει τους αγώνες που έδωσε και κέρδισε στο πεδίο της μάχης. Ό,τι κέρδισε στη μάχη το παραδίδει στο πεδίο της διπλωματίας.
Κέρδισε δύσκολα, παραδίδει εύκολα. Σαν τα πλουσιόπαιδα που τα βρήκαν έτοιμα και διαλύουν ό,τι απέκτησαν ως κληρονομιά.
Πριν ασχοληθούμε με το γιατί και πώς, ίσως θα πρέπει να θέσουμε το ερώτημα: αξίζει τον κόπο με όλους τους χαρακτηρισμούς περί εθνικισμού, αναχρονισμού και άλλων παρόμοιων η ενασχόληση με τη συνέχεια του εθνικού κράτους; Ή, αφού η ελληνική νομενκλατούρα –πολιτική, ακαδημαϊκή, οικονομική– δείχνει να θέλει να παραδώσει, αξίζει να της αντισταθούμε;
Η απάντηση είναι σαφής: αξίζει τον κόπο. Διότι οι κρατικές υποστάσεις στην εποχή που ζούμε προστατεύουν τους αδύναμους. Προστατεύουν το λαό. Για τα συμφέροντα του οποίου, υποτίθεται, αγωνίζεται η Αριστερά. Το μεγαλύτερο ψέμα στην ιστορία. Οπουδήποτε επικράτησε η Αριστερά υποστήριξε τα συμφέροντα της νομενκλατούρας που διαμόρφωσε. Το ίδιο και οι άλλοι πολιτικοί φορείς, αλλά η Αριστερά υποτίθεται πως γι’ αυτό συγκροτείται. Για να υποστηρίζει το λαό.
Εν ολίγοις, τα εθνικά κράτη ακόμη υπάρχουν. Μακάρι να τελεσφορήσουν προσπάθειες όπως της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να αποτελέσουν οι εθνότητες δημοκρατίες μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας. Αλλά μέχρι τότε θα πρέπει να διαφυλάξουμε αυτό που έχουμε.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να μας πείσει πως πέτυχε μια καλή συμφωνία. Και ορισμένοι αγιογράφοι της για διάφορους λόγους συνηγορούν. Η συμφωνία είναι κάκιστη. Οποιοσδήποτε υπουργός Εξωτερικών που διαπραγματεύτηκε με τα Σκόπια θα μπορούσε να την πετύχει αν αποδεχόταν μακεδονική εθνότητα και μακεδονική γλώσσα. Το όνομα ήταν το ελάχιστο. Το όνομα θα είχε σημασία αν από την ονομασία του γειτονικού κράτους παράγονταν η εθνότητα, η ιθαγένεια, η ταυτότητα και η γλώσσα. Αυτά, όμως, τα Σκόπια δεν τα συζητούσαν. Συζητούσαν μόνο το όνομα και διαπραγματεύονταν το εύρος χρήσης του. Και πέτυχαν όλα όσα ήθελαν. Δεν δίνουν τίποτε, τα παίρνουν όλα. Τα περί αποδοχής ότι η γλώσσα τους ανήκει στην οικογένεια των νοτιοσλαβικών γλωσσών ή ότι δεν έχουν σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό είναι λεπτομέρειες άνευ ουσίας που σε μια δύσκολη περίοδο μπορούν να αναθεωρηθούν αναλόγως με τις επιδιώξεις.
Γνωρίζετε το μύθο για τη σλαβική καταγωγή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ανάγεται στον ποιητή της Ραγούζας Ιβάν Γκουντούλιτς (1598-1683). Τον χρειάστηκαν, τότε, οι Σέρβοι, και τον διαμόρφωσαν. Λίγο αργότερα, ο Μέγας Αλέξανδρος έγινε Ιλλυριός. Το επέβαλε η τότε εποχή. Αν η γειτονική χώρα θελήσει κάποια στιγμή να διαμορφώσει έναν νέο μύθο θα σκεφτεί ότι κάποτε στους Ψαράδες ο Ζάεφ και ο Τσίπρας υπέγραψαν μια συμφωνία;
Εκείνο που είναι τραγικό να υπογράψει ελληνική κυβέρνηση είναι να αποδεχθεί ταυτότητα Μακεδόνων για το λαό της γειτονικής χώρας. Είναι η γένεση ενός νέου βαλκανικού προβλήματος. Όλα στα Βαλκάνια ξεκινούν από την αρχή. Οι δύο Έλληνες πολιτικοί που έθεσαν ή θα θέσουν την υπογραφή τους σε μια τέτοια συμφωνία, Τσίπρας και Κοτζιάς, γνωρίζουν πολύ καλά τι κάνουν. Υπήρξαν και οι δύο διακεκριμένα στελέχη του ΚΚΕ, του οποίου η σχέση και η ιστορία σχετικά με αυτήν την υπόθεση είναι ευρέως γνωστή. Προς τιμήν του, το σημερινό ΚΚΕ γνωρίζοντας τις επιπτώσεις που θα είχε η υλοποίηση των παλαιότερων θέσεών του, έχει ήδη αλλάξει από τη δεκαετία του ’60. Ο σημερινός γραμματέας του εστίασε την κριτική του στο ότι η συμφωνία αναπαράγει τον σκοπιανό αλυτρωτισμό. Και αυτός υπάρχει. Ό,τι και να μας πουν οι αγιογράφοι και τα παπαγαλάκια της κυβέρνησης.
Αλυτρωτισμός υπάρχει, και η Ελλάδα θα τον βρει μπροστά της.
Ο Τσίπρας και οι σύντροφοί του, αλλά και οι άλλοι πολιτικοί, δεν θα ακούσουν ποτέ το παράπονο των κατοίκων της Μελίτης για όσα βιώνουν στην περιοχή. Πριν από μερικά χρόνια, κατά τα γνωστά επεισόδια, οι κάτοικοι έβγαιναν στα μπαλκόνια και φώναζαν στους δημοσιογράφους: αργά ήρθατε. Αν πήγαμε αργά, τότε, φαντάζεστε πόσο αργά θα είναι σήμερα, ή στο άμεσο μέλλον, όταν το ελληνικό κράτος αναγνωρίσει μακεδονική εθνότητα και γλώσσα και –γιατί όχι– και μακεδονική μειονότητα; Τι θα το αποτρέψει από κάτι τέτοιο;
Κάτι ανάλογο και πιο προχωρημένο συμβαίνει και στη Θράκη. Και άνθρωποι των δύο περιοχών καλλιεργούν εδώ και χρόνια σχέσεις μεταξύ τους, αλλά και με τα κέντρα εθνικής τους αναφοράς.
Η περίπτωση του βουλευτή Φλώρινας του ΣΥΡΙΖΑ που είπε διάφορα στη μακεδονική (χωρίς εισαγωγικά, αφού την αναγνωρίζει ως τέτοια το ελληνικό κράτος) εκπομπή της Deutsche Welle είναι, απλώς, το μικρό πρόγευμα του τι θα ακολουθήσει. Στην κάμερα ήταν προσεκτικός. Η ουσία βρίσκεται στη σκιαγράφηση του πορτρέτου του στην ιστοσελίδα του gερμανικού σταθμού.
Ο Ντιμιτρόφ θεώρησε ιστορική την ημέρα της μονογραφής της συμφωνίας στις Πρέσπες. Είναι, πράγματι, ιστορική. Διότι από το 1870, από τότε που ιδρύθηκε η Βουλγαρική Εξαρχία, γίνεται στη Μακεδονία ένας αγώνας επιβίωσης μεταξύ Βουλγάρων, Σέρβων και Ελλήνων.
Η μακεδονική ανάδυση ήταν το αποτέλεσμα των αντιθέσεων και αντιπαραθέσεων αυτής της διαμάχης. Μια ομάδα που αναζήτησε τη διαφοροποίησή της για να καταστεί συνεκτική έπρεπε να αποκτήσει μια ιστορία και μια ταυτότητα. Η απόκτηση αυτή έγινε με πολύ αίμα.
Τι θα πει ο Τσίπρας στους απογόνους εκείνων των ανθρώπων που αγωνίστηκαν για την ελληνική επικράτηση και σήμερα τους παραδίδει βορά στην ιστορική μήνι της γειτονικής χώρας;
Ας δούμε, όμως, και το μέλλον. Είναι ζήτημα χρόνου η συγκροτημένη και οργανωμένη ανάδυση μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα. Προσπάθειες έγιναν και στο παρελθόν, αλλά για διάφορους λόγους δεν τελεσφόρησαν. Καταλυτικός όμως λόγος ήταν ότι η Ελλάδα δεν αναγνώριζε μακεδονική εθνότητα, όπως κάνουν τώρα οι κ.κ. Τσίπρας και Κοτζιάς.
Όταν στη Φλώρινα δημιουργήθηκε η Στέγη Μακεδονικού Πολιτισμού τα ελληνικά δικαστήρια απαγόρευσαν τη λειτουργία της, επικαλούμενα πως δεν υπάρχει μακεδονική μειονότητα. Οι Μακεδόνες (χωρίς εισαγωγικά, αφού έτσι θέλουν ο Τσίπρας και ο Κοτζιάς) προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και δικαιώθηκαν. Οποιαδήποτε ομάδα ανθρώπων που αισθάνεται εθνικά διαφορετική έχει δικαίωμα να εκφράζει τις εθνοτικές της απόψεις, είπε το δικαστήριο. Φυσικά, αν παρανομεί επεμβαίνει η δικαιοσύνη. Τώρα, με την αναγνώριση μακεδονικής εθνότητας, ποια παρανομία θα υπάρχει;
Η αγάπη των κ.κ. Τσίπρα και Κοτζιά για την εξουσία είναι τόσο μεγάλη που μπροστά στην υποστήριξη του διεθνούς παράγοντα να την ξανακερδίσουν αδιαφορούν για τα μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας. Οι διεθνείς δυνάμεις πάντοτε επιδίωκαν κατακερματισμένες οντότητες με μεγάλες εθνοτικές διαφορές για να επιβάλλουν την κυριαρχία τους.
Ο Τσίπρας και ο Κοτζιάς προτιμούν ένα χάιδεμα στην πλάτη από τον Αμερικανό αντιπρόεδρο που μπορεί να παρευρεθεί στα εγκαίνια της ΔΕΘ, από το να υποστηρίξουν τα μακροχρόνια συμφέροντα της χώρας. Ο σπόρος για μια ακόμη αντιπαράθεση στην περιοχή έχει μπει με την υπογραφή της συμφωνίας την Κυριακή.
Τέλος, σε όσους ευελπιστούν στην ακύρωση της συμφωνίας λόγω των δυσκολιών του Ζάεφ στη χώρα του, ας εγκαταλείψουν αυτές τις ελπίδες.
Οι φάκελοι του διεθνούς παράγοντα από τα πεπραγμένα στελεχών της προηγούμενης κυβέρνησης, και του προέδρου Ιβανόφ συμπεριλαμβανομένου, είναι μεγάλοι. Μέχρι και σε διεθνές δικαστήριο θα μπορούσαν να τους προσαγάγουν. Να επισημάνω μόνο πως το βράδυ του μίνι πραξικοπήματος στη χώρα, όταν διαδηλωτές μπήκαν στο Κοινοβούλιο, ο διεθνής παράγων εντόπισε τον Γκρούεφσκι στο αεροδρόμιο της Βιέννης, αν δεν κάνω λάθος, όπου ταξίδευε για χώρα που θα του παρείχε άλλοθι, και τον έστειλε στα Σκόπια να μαζέψει τους οπαδούς του.
Με τα Σκόπια η Ελλάδα πρέπει να διατηρήσει καλές σχέσεις. Αλλά με όρους αξιοπρεπείς και για τους δύο.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μας είπε πως αν επιμέναμε σε κάποιες παραχωρήσεις σχετικά με την ταυτότητα και τη γλώσσα, η συμφωνία δεν θα υπογραφόταν. Ε, και; Εμείς ήμασταν οι επισπεύδοντες; Και δεν γνωρίζει ο Τζανακόπουλος ότι υπάρχουν πολλές άλυτες διεθνείς διαφορές που τα κράτη που τις έχουν διατηρούν καλές σχέσεις;
Αν η πορεία που προδιαγράφηκε την Κυριακή συνεχιστεί, οδηγούμαστε στην Ελλάδα της Μελούνας. Δυστυχώς, μέχρι εκεί φτάνει το πολιτικό δέμας των σημερινών ταγών. Πρέπει να ανατραπούν τα σχέδιά τους. Χύθηκε πολύ αίμα για να αφεθεί στις σκοπιμότητες των Τσίπρα-Κοτζιά.