Το όνομά του ήταν Φραντς-Πέτερ Βάιξλερ και το επάγγελμά του πολεμικός ανταποκριτής. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου υπηρέτησε στο Τμήμα Προπαγάνδας της Βέρμαχτ, ωστόσο η αποστολή του στην Κρήτη έμελλε να βάλει τίτλους τέλους στην καριέρα του καθώς απολύθηκε από το στρατό κατηγορούμενος για εσχάτη προδοσία. Αιτία ήταν η διαρροή των φωτογραφιών που τράβηξε από το Κοντομαρί Χανίων.
Αμέσως μετά τον πόλεμο ο Φραντς-Πέτερ Βάιξλερ κατέθεσε στη Δίκη της Νυρεμβέργης κατά του αντικαγκελαρίου του Γ’ Ράιχ Χέρμαν Γκέρινγκ, ενώ το 1955 επισκέφτηκε το μαρτυρικό χωριό όπου τον περίμενε θερμή υποδοχή.
Για πολλά χρόνια μετά το τέλος του πολέμου τα αρνητικά των φωτογραφιών παρέμεναν θαμμένα στα ομοσπονδιακά αρχεία της Δυτικής Γερμανίας, μέχρι και το 1980 που τα έφερε στη δημοσιότητα ο δημοσιογράφος Βάσος Μαθιόπουλος, ενώ ο δημοσιογράφος Κώστας Παπαπέτρου τα συσχέτισε με τη Σφαγή στο Κοντομαρί. Τα ντοκουμέντα αυτά κατάφεραν να προκαλέσουν σοκ στην κοινή γνώμη της Ευρώπης.
Ο φακός ήταν αδιάψευστος μάρτυρας για την πρώτη μαζική εκτέλεση που έγινε αμέσως μετά τη Μάχη της Κρήτης. Η εντολή που είχε δοθεί από τον Χέρμαν Γκέρινγκ στον επικεφαλής των αλεξιπτωτιστών Κουρτ Στούντεντ ήταν να κάνει ανακρίσεις και να προβεί σε αντίποινα εάν διαπίστωνε ότι αλήθευαν οι αναφορές ότι ο ντόπιος πληθυσμός επιτέθηκε με μαχαίρια, τσεκούρια και δρεπάνια εναντίον των στρατιωτών, και ότι υπήρξε κακομεταχείριση των Γερμανών αλεξιπτωτιστών.
Ο Κουρτ Στούντεντ μετά την κατάληψη της Κρήτης στις 31 Μαΐου 1941 δεν έχασε καιρό και έδωσε εντολή στις στρατιωτικές ομάδες που ενεπλάκησαν σε μάχες με πολίτες να προχωρήσουν στα αντίποινα.
Στο πλαίσιο αυτό, ο 24χρονος υπολοχαγός Χορστ Τρέμπες με όσους άνδρες του 3ου Τάγματος Αλεξιπτωτιστών είχαν απομείνει, στις 2 Ιουνίου 1941 περικύκλωσε το Κοντομαρί που βρίσκεται 3 χλμ. νοτιοανατολικά του αεροδρομίου του Μάλεμε, και μπλόκαρε όλες τις εξόδους. Στη συνέχεια διέταξε να συγκεντρωθούν οι κάτοικοι κάθε ηλικίας, άνδρες και γυναίκες, σε ένα ξέφωτο. Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις, και κάποιοι από τους ντόπιους ζήτησαν εξηγήσεις. Ο Χορστ Τρέμπες, ωστόσο, ήταν αποφασισμένος να πάρει εκδίκηση για τους αλεξιπτωτιστές της Βέρμαχτ που σκοτώθηκαν – με την έναρξη της αεραποβατικής επιχείρησης στην Κρήτη οι Γερμανοί συνάντησαν απρόσμενη αντίσταση. Οι αλεξιπτωτιστές του 3ου Τάγματος της 1ης Μεραρχίας αντιμετωπίστηκαν τόσο από άνδρες του νεοζηλανδικού στρατού όσο και από ντόπιους με… πρωτόγονα όπλα· ήταν η πρώτη φορά που πολίτες πολέμησαν τόσο συντονισμένα εναντίον της γερμανικής πολεμικής μηχανής.
Στο Κοντομαρί από τον πληθυσμό ξεχώρισαν 25 άνδρες ηλικίας 18-50 ετών τους οποίους οι Γερμανοί οδήγησαν σε έναν ελαιώνα. Αφού απομάκρυναν τα γυναικόπαιδα απέναντί τους στήθηκε το εκτελεστικό απόσπασμα. Ο Χορστ Τρέμπες έδωσε την εντολή για το πυρ, και ο Φραντς-Πέτερ Βάιξλερ συνέχιζε να τραβάει φωτογραφίες και αφότου οι κάτοικοι του χωριού έπεσαν νεκροί. Την επομένη οι ναζιστικές δυνάμεις προχώρησαν σε ένα ακόμα έγκλημα πολέμου, το Ολοκαύτωμα της Κανδάνου: εκτέλεσαν 180 κατοίκους του χωριού, έσφαξαν ακόμα και τα ζώα και πυρπόλησαν όλα τα σπίτια.
Μετά τη Σφαγή στο Κοντομαρί ο Χορστ Τρέμπες παρασημοφορήθηκε από τον Χέρμαν Γκέρινγκ με τον Σταυρό των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού. Τρία χρόνια αργότερα σκοτώθηκε στη Νορμανδία.