Η Θεσσαλονίκη έχει τους εφιάλτες της. Το ερώτημα είναι αν γράφονται με μικρό ή κεφαλαίο «ε». Εφιάλτες; Ή εφιάλτες; Η βάρβαρη, τραμπούκικη, φασιστική επίθεση κατά Μπουτάρη, η οποία καταδικάζεται με απόλυτο τρόπο και χωρίς αστερίσκους, ευαισθητοποίησε μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Και όλοι, μετά την πρώτη αντίδραση, αναζήτησαν τις αιτίες. Γιατί στην πόλη αυτή, την οποία όπως μας λένε αγαπούν, εκδηλώνεται μια τέτοια βία; Θυμήθηκαν τα παλιά. Από τους Εβραίους μέχρι τον Λαμπράκη και τον Γκοτζαμάνη. Και κατέφυγαν σε αφορισμούς.
Η Θεσσαλονίκη δεν είναι η πόλη που αγάπησαν. Ποια, όμως, Θεσσαλονίκη αγάπησαν; Δεν μας λένε.
Συνήθως, οι επικριτές της πόλης είναι πρόσωπα που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο σε αυτό που είναι σήμερα η Θεσσαλονίκη. Ίσως και η Ελλάδα. Με τις δημόσιες και πολιτικές θέσεις που κατείχαν. Προφανώς, δεν αναγνωρίζουν καμιά ευθύνη στον εαυτό τους. Προσπάθησαν αλλά πιστεύουν πως είχαν –και προφανώς, έχουν– να κάνουν με ένα λαό με βάρβαρα ένστικτα και αναχρονιστικά χαρακτηριστικά. Από τον οποίο θέλουν να διαχωριστούν. Από το λαό που τους έδωσε τη δυνατότητα να ξεχωρίσουν και, υποτίθεται, να τον υπηρετήσουν.
Είναι η Θεσσαλονίκη έτσι που την περιγράφουν;
Είναι οι πολίτες της τραμπούκοι, εγκληματίες, σκοτεινοί, ρατσιστές, θρησκόληπτοι, φασίστες, Νάρκισσοι, φαντάσματα, ζόμπι; Εξαιρούνται από αυτήν την κατηγορία των Θεσσαλονικέων οι συντάκτες των σχετικών κειμένων και οι φίλοι ή ομοϊδεάτες τους; Αν ο καθένας που γράφει και κατηγορεί τους Θεσσαλονικείς εξαιρεί τον εαυτό του και τους ομοϊδεάτες του, ποιοι είναι οι «κακοί»; Και είναι αυτοί οι «κακοί» τόσο πολλοί που αξίζει τον κόπο τόσης μελάνης ή τόσο χρόνου στον υπολογιστή;
(Φωτ.: ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Δεν ανήκω στους θαυμαστές της πόλης. Προσπαθώ να δω τις παθογένειές της. Άλλο αυτό και άλλο η αγωνιώδης προσπάθεια απόκτησης ενός «in» προσήμου που απεχθάνομαι. Ενός προσήμου που δίνει το εισιτήριο εισόδου στην παρηκμασμένη ελληνική νομενκλατούρα που από όλη την Ελλάδα μετακόμισε στην ατυχή πρωτεύουσά της και την μετέτρεψε σ’ αυτό που η ίδια, η νομενκλατούρα, είναι. Και σ’ αυτήν την νομενκλατούρα ανήκουν πολλοί: διανοούμενοι και «διανοούμενοι», πολιτικοί, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες, καθοδηγητές, ομάδες συμφερόντων και πάει λέγοντας.
Δεν θα έγραφα το σχόλιο αυτό αν δεν διαπίστωνα μια ωφέλιμη, για τους επικριτές της πόλης και των κατοίκων της, υπερβολή. Μια ευελιξία στις τοποθετήσεις τους αναλόγως με το τι επιδιώκουν να υπηρετήσουν.
Με άλλα λόγια δεν είναι άδολη η επίκριση της πόλης και του λαού της. Όχι ότι δεν παρουσιάζουν αρνητικά φαινόμενα. Αλλά, τα παρουσιάζουν στην αναλογία της ελλαδικής πραγματικότητας.
Η αποτυχία
Το πλαίσιο των εξελίξεων που σήμερα βιώνουμε διαμορφώθηκε από τη βαθιά κρίση που περνά η ελληνική κοινωνία. Κρίση οικονομική και αξιακή. Το παλιό σύστημα απέτυχε και ήρθε να διαχειριστεί την κρίση μια ομάδα ανθρώπων που στην πλειονότητά της διαμορφώθηκε με τα, υποτίθεται, ουμανιστικά χαρακτηριστικά που χαρακτήριζαν μια αναθεωρητική αριστερά η οποία παρακολουθούσε την αντίστοιχη ευρωπαϊκή και χαρακτηριζόταν από λογική εκσυγχρονισμού των δομών και της λειτουργίας του κράτους, κοινωνική δικαιοσύνη, ανεκτικότητα, πολιτισμό και διάλογο για τις δημόσιες υποθέσεις.
Στιγμιότυπο από την επίθεση στον δήμαρχο Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη (φωτ.: ΑΠΕ-ΜΠΕ/ STR)
Το αν αυτή η ομάδα πέτυχε το στόχο της, η πλειονότητα των πολιτών της χώρας έχει διαμορφώσει μια άποψη. Θα φανεί πολύ σύντομα και στις εκλογές αλλά, κυρίως, θα αποφανθεί η ιστορία. Προσωπικά πιστεύω πως η υπαρκτή εφαρμογή των μεταπολιτευτικών αναθεωρητικών ιδεολογημάτων αποτέλεσε μια καρικατούρα των θεωρητικών αναφορών. Αυτά, όμως, είναι υποκειμενικές προσεγγίσεις και δεν έχουν σημασία. Σημασία έχει ότι αυτή η πολιτική ομάδα έφερε στο δημόσιο λόγο και τη δημόσια πρακτική το μίσος, τη μισαλλοδοξία, την ακραία συμπεριφορά, αναβίωσε τα φαντάσματα του εμφυλιακού παρελθόντος τα οποία έγινε μεγάλη προσπάθεια να κλειστούν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, δίχασε την κοινωνία. Εν ολίγοις, έκανε ό,τι κατηγορούσε στους πολιτικούς αντιπάλους της. Και, επιπλέον, στο οικονομικό επίπεδο, συνέχισε την πολιτική των προκατόχων της με χειρότερους όρους. Αλλά εκείνο που της καταλογίζεται είναι πως ακολούθησε μια πολιτική σε πλήρη αντίθεση με τις υποσχέσεις της. Κινητοποίησε, δε, ιδεολογικούς και προπαγανδιστικούς μηχανισμούς οργουελιανού τύπου.
Ο κόσμος υποφέρει, δεν έχει να ικανοποιήσει τις στοιχειώδεις ανάγκες του και το κράτος του ζητά ολοένα και περισσότερα. Στην ελληνική ατμόσφαιρα διαχέεται μια αίσθηση βίας. Παντού, όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη. Δεν χρειάζεται παρά μια σπίθα για να ανάψει φωτιά.
Δικαιολογεί αυτό τον ξυλοδαρμό ενός δημοσίου προσώπου; Όχι. Απολύτως όχι. Για αυτό και στην αρχή του κειμένου υποστηρίξαμε τον δήμαρχο Θεσσαλονίκης χωρίς αστερίσκους. Έχει δικαίωμα να λέει και να υποστηρίζει ό,τι θέλει. Η αντίκρουσή του θα γίνει με διάλογο ή στις εκλογές. Εκεί που ο καθένας μπορεί να εκφράσει τις επιθυμίες του. Όχι με βαρβαρότητες και τραμπουκισμούς.
Δεν δίνει, όμως, το δικαίωμα, αυτή η εξέλιξη στους επικριτές της πόλης να μιλούν τόσο περιφρονητικά για το λαό της. Διότι αυτοί, συνήθως, ευθύνονται –λίγο ή πολύ– είτε για την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει η πόλη και οι κάτοικοί της, είτε για τη συλλογική συνείδηση την οποία έχουν διαμορφώσει. Με άλλα λόγια, δεν φταίνε οι πολιτικοί και οι διανοούμενοι της πόλης για το στίγμα που δίνει και ευθύνονται οι βιοπαλαιστές που αγωνίζονται για ένα κομμάτι ψωμί; Ή, η αενάως επαναλαμβανόμενη, εδώ και τριάντα και πλέον χρόνια, τριάδα, μπορεί και χειραγωγεί μια κοινωνία ενάμιση εκατομμυρίου κατοίκων; Μια τριάδα που εξέλιπε από το δημόσιο βίο εδώ και αρκετά χρόνια;
Η Ροτόντα είναι από τα πιο σημαντικά μνημεία της Θεσσαλονίκης (φωτ.: ΑΠΕ-ΜΠΕ / Σωτήρης Μπαρμπαρούσης)
Ποια είναι η Θεσσαλονίκη
Φεύγω από το θέμα του δημάρχου και της τρομοκρατικής επίθεσης που δέχθηκε και εστιάζω στην πόλη και τους, υποτίθεται, ταγούς της οι οποίοι με την πρώτη ευκαιρία «βγάζουν την ουρά τους απ’ έξω» δίνοντας διαπιστευτήρια στα παρακμιακά κέντρα της ελληνικής πρωτεύουσας. Σ’ αυτά που με αγοραίο τρόπο αναπαράγουν την παρακμή και τη μιζέρια. Τα κέντρα αυτά δεν έχουν πολιτικό χρώμα. Είναι διακομματικά. Ποια είναι, λοιπόν, σήμερα η Θεσσαλονίκη;
- Μια πόλη την οποία έχουν εγκαταλείψει πολλά από τα στελέχη της. Τα οποία, κατά την προσφιλή τους μετριοπαθή έκφραση, δεν μπορεί να τα συντηρήσει. Φεύγουν για το εξωτερικό αλλά και την Αθήνα. Όπου έχουν συγκεντρωθεί τα πάντα. Όχι τυχαία. Πολύ συνειδητά. Είναι το μοναδικό μοντέλο που ακολουθήθηκε από δημιουργίας ελληνικού κράτους αλλά επιτάθηκε μεταπολεμικά. Και το μοντέλο αυτό είναι μια εσωτερική αποικιοκρατία. Η κρατική αυτή οργάνωση έπρεπε να αποκτήσει και μια ιδεολογία, για να είναι πειστική στους αφελείς: θεωρήθηκε κανονικό ό,τι απαιτεί και καταβροχθίζει η πρωτεύουσα από την περιφέρεια. Και όποιος το αμφισβητήσει περιλούζεται, σε πρώτη φάση, από εντεταλμένους προπαγανδιστές του συστήματος με χαρακτηρισμούς όπως τοπικιστής, εθνικιστής, διχαστής, αποσχιστής, αναχρονιστής. Η αναπαραγωγή των χαρακτηρισμών είναι εκθετική ενώ ο ίδιος δεν έχει που να πει την άποψή του και ποιος να τον ακούσει. Με άλλα λόγια, υπάρχει ένας ιδιόμορφος ολοκληρωτισμός στην ελληνική πολιτεία. Θα σας αναφέρω ένα παράδειγμα. Με νόμο έχει επιβληθεί οι τηλεοπτικές άδειες πανελλαδικής εμβέλειας να δίνονται μόνο με έδρα την Αθήνα!
- Η Θεσσαλονίκη είναι, επίσης, μια πόλη στην οποία πολλοί από αυτούς που παρέμειναν και έχουν τη δυνατότητα ενός δημόσιου λόγου, αναζητούν και πετυχαίνουν μια δουλική σχέση με τους πάτρωνές τους στην Αθήνα. Αμείβονται σχετικά καλά για τις υπηρεσίες τους και έχουν ως υποχρέωση να αναπαράγουν τα ιδεολογήματα και τις πολιτικές των πατρώνων τους. Κάθε φορά που αμφισβητείται η κυρίαρχη αντίληψη αναλαμβάνουν ρόλο. Είναι διαφορετικό πράγμα να κατηγορεί τη Θεσσαλονίκη και τους ανθρώπους της κάποιος από την Αθήνα και διαφορετικό κάποιος που «γεννήθηκε στη Σαλονίκη». Και τα αφηγήματα των γηγενών βρίσκουν μεγάλη απήχηση.
- Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη που από τις πρώτες θέσεις του κατά κεφαλήν εισοδήματος πριν την κρίση, βρέθηκε στην τελευταία. Ως γνωστόν τους μοχλούς της ανάπτυξης μιας χώρας, και μάλιστα με τα συγκεντρωτικά χαρακτηριστικά της Ελλάδας, δεν τους διαμορφώνουν οι τοπικές κοινωνίες αλλά η κεντρική διοίκηση. Αυτή η διοίκηση δεν εγκατέλειψε, μόνο, τη Θεσσαλονίκη. Στο νόμο για τα επενδυτικά κίνητρα υπήγαγε την… ακριτική Βοιωτία στην ίδια κατηγορία με το Κιλκίς. Έτσι που αν κάποιο εκλεκτό τέκνο της δεν μπορεί να επενδύσει στο κέντρο του Συντάγματος να εξοριστεί και να κάνει την επένδυση στην Βοιωτία. Τόσο καλά και τόσο δίκαια.
- Η Θεσσαλονίκη, επίσης, είναι η πόλη που κατάφερε να έχει, ή της παραχώρησαν μεταπολιτευτικά, κάποιους θεσμούς τους οποίους, τώρα, παίρνουν, πήραν ή επιδιώκουν να μεταφέρουν στην Αθήνα. Τα προσχήματα πολλά. Οι υπαγορεύσεις των μνημονίων, τα οποία υλοποιεί κατά γράμμα και με περισσό ζήλο η… «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση, μεταξύ αυτών.
- Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη της οποίας τα περισσότερα δημόσια κτήρια έχουν κατασκευαστεί επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τίποτα δεν κρίθηκε αναγκαίο να προστεθεί σ’ αυτά τα χρόνια του ελεύθερου ελληνικού βίου της.
- Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη της οποίας οι κάτοικοι επειδή ανησυχούν για το μέλλον τους από την ανικανότητα του πολιτικού προσωπικού της χώρας να διαχειριστεί τις εξωτερικές υποθέσεις, χαρακτηρίζονται ακραίοι εθνικιστές και φασίστες. Ο πρωθυπουργός έχει δικαίωμα να αγνοεί τι είναι το Ίλιντεν αλλά οι Θεσσαλονικείς που το γνωρίζουν και ανησυχούν, είναι ακραίοι και εθνικιστές.
- Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη της οποίας οι κάτοικοι προσφυγικής καταγωγής έχουν μια μόνο ημέρα του χρόνου να θρηνήσουν τα βάσανα και την εξόντωση των προγόνων τους. Αλλά σε κάθε επέτειο αυτού του τραγικού γεγονότος οι διανοούμενοι και πολιτικοί της … «ανοικτής» κατά Πόπερ, αθηναϊκής νομενκλατούρας τους αμφισβητούν με προσβλητικό τρόπο αυτό το ιερό καθήκον. Αν τους θυμίσεις την «Αντιγόνη» μπορεί και να είσαι εθνικιστής.
- Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη με τις πολλές βυζαντινές εκκλησίες. Ένας λόγος για τον οποίο έρχονται αρκετοί ξένοι επισκέπτες στην πόλη. Επισκέπτες που αναγνώρισαν έναν διαχρονικό ρόλο στην Εκκλησία και τον καταπραϋντικό, σε δύσκολες στιγμές, λόγο της. Που θεωρούν μνημεία της ανθρωπότητας την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, αγιογραφία και υμνολογία. Που δεν είναι ούτε ακραίοι, ούτε φασίστες, ούτε αναχρονιστές, όπως θα τους ήθελε η αποδομητική ελληνική υποκουλτούρα. Ενδεχομένως να έχουν αποφοιτήσει ή και να διδάσκουν στα καλύτερα διεθνή πανεπιστήμια. Αυτές τις επισκέψεις δεν τις επιθυμεί το αποδομητικό απαράτ είτε της πόλης είτε της χώρας. Θα προτιμούσε να τους ωθήσει στο «Σπίτι του Κεμάλ», ή σε παρόμοιας πολιτιστικής βαρύτητας χώρους. Το ίδιο απαράτ καταφέρεται και κατά εκκλησιαστικών παραγόντων των οποίων ο ρόλος ετελεύτησε εδώ και δεκαετίες. Συμφέρει, όμως, η αναπαραγωγή ατυχών ή και αρνητικών, εκ πεποιθήσεως, πρακτικών του. Και τέτοιες πρακτικές υπήρξαν. Όπως και σε ολόκληρη τη χώρα. Γιατί η υπερβολική ανάδειξή τους στη Θεσσαλονίκη; Γιατί η εστίαση στο αρνητικό και όχι στο θετικό;
- Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη η οποία συχνά κατηγορείται για τον τρόπο που συμπεριφέρθηκε στους Εβραίους και τους Οθωμανούς κατοίκους της. Σε ό,τι αφορά τους πρώτους υπάρχουν, πράγματι, αρνητικές αναφορές για ανθρώπους που διοικούσαν την πόλη ή ορισμένους που «τα βρήκαν» με τον κατακτητή. Οι πολυμαθείς ιστορικοί της ελληνικής νομενκλατούρας έχουν την άποψη πως το σύνολο ή η πλειοψηφία των κατοίκων είχε την συμπεριφορά που καταγγέλλουν; Αν ναι, ποιοι ήσαν αυτοί που βοήθησαν Εβραίους κρύβοντάς τους είτε στα σπίτια τους είτε προωθώντας τους στα βουνά ή όπου άλλου θα μπορούσαν να φύγουν για να σωθούν; Η ίδια η κοινότητα παραδέχεται αυτήν τη βοήθεια.
- Οι Οθωμανοί της πόλης εξέλιπαν με τη Συμφωνία της Λοζάνης. Αρκετά από τα οθωμανικά μνημεία βρίσκονται στο κέντρο της πόλης.
- Η Θεσσαλονίκη κατηγορείται ως πόλη των φαντασμάτων, των παιδεραστών, των τραμπούκων, των Γκοτζαμάνηδων, των φασιστών κτλ., κτλ. Αφού πρόκειται για μια τέτοια πόλη ποιοι εξέλεξαν τους, επί χρόνια, Αριστερούς δημάρχους των περιφερειακών δήμων; Ποιοι εξέλεξαν δύο φορές δήμαρχο τον κ. Μπουτάρη; Σε ποια πόλη δημιουργήθηκε η Φεντερασιόν, αναπτύχθηκε το εργατικό κίνημα, έγιναν τεράστιες διαδηλώσεις, δημιουργήθηκαν κινήματα με πανελλαδική και ευρύτερη εμβέλεια;
- Η Θεσσαλονίκη είναι η δεύτερη πόλη της χώρας την οποία οι ιθύνοντες παραμέλησαν εντελώς. Ακόμη και όσοι γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και αναδείχθηκαν από αυτήν.
Όλα αυτά και άλλα πολλά που θα μπορούσαν να αναφερθούν, δεν γράφονται για να μπουν αστερίσκοι σε ένα απολύτως καταδικαστέο γεγονός όπως είναι η επίθεση κατά του δημάρχου.
Βιβλιοθήκη, Άνω Πόλη (φωτ.: openhousethessaloniki.gr)
Πίστευα και πιστεύω πως ο Μπουτάρης «με την τρέλα του», ίσως ήταν από τα λίγα πρόσωπα που θα μπορούσαν να κάνουν την υπέρβαση. Δυστυχώς, «η τρέλα» του περιορίστηκε είτε γιατί κουράστηκε και λόγω ηλικίας είτε διότι θα συνάντησε τοίχο.
Θέλει τρέλα να βάλεις κάποια τάξη σ αυτήν την πόλη. Θέλει τρέλα να διαχειριστείς την αποικιοκρατική λογική του ελληνικού κράτους.
Η πόλη και οι κάτοικοί της θέλουν από τους ανθρώπους που ανέδειξαν να την υποστηρίξουν στις δύσκολες στιγμές της. Να βρεθούν απέναντι στους υπονομευτές της ύπαρξής της. Και αυτοί δεν είναι οι κάτοικοι, οι φορείς και οι τοπικές εξουσίες της πόλης. Είναι πολύ μικρής εμβέλειας για να παίξουν έναν τέτοιο ρόλο.
Είναι το αναχρονιστικό και απαρχαιωμένο ελληνικό κράτος. Είναι η κουλτούρα υπανάπτυξης και παρακμής που χαρακτηρίζει τους ταγούς του. Είναι η αντιπροσώπευση αυτών των αντιλήψεων από τη διανόηση και το πολιτικό προσωπικό της πόλης.
Η Θεσσαλονίκη έχει πολλά προβλήματα. Τα προβλήματα επιδρούν στη νοοτροπία και τη συμπεριφορά των κατοίκων της. Και η συμπεριφορά αυτή είναι, πολλές φορές, αρνητική. Όπως παντού. Σε όλες τις πόλεις. Άλλο αυτό, όμως, και άλλο ο διασυρμός της πόλης και των κατοίκων της. Και, μάλιστα, από ανθρώπους που γεννήθηκαν στη Σαλονίκη και ευνοήθηκαν από αυτήν.
Και τα γράφει αυτά ένας έπηλυς που δεν μπορεί, μετά από 45 χρόνια στην πόλη, να απαντήσει στο ερώτημα αν τη Θεσσαλονίκη στοιχειώνουν οι εφιάλτες της ή ζει με τους Εφιάλτες της.