Το γύρο του διαδικτύου κάνει από το Σάββατο το βίντεο από την επίθεση που δέχτηκε το απόγευμα της ίδιας μέρας ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης, κατά τη διάρκεια εκδηλώσεων για τη Γενοκτονία των Ποντίων. Μηνύματα συμπαράστασης προς τον Μπουτάρη, αλλά και καταδίκης για τη βίαιη επίθεση έφτασαν από όλη την Ελλάδα, και όχι μόνο. Αν, όμως, ένας δήμαρχος δεν είναι ασφαλής στην ίδια του την πόλη, τότε τι πρέπει να περιμένουν οι υπόλοιποι πολίτες; Ποια η ευθύνη του ίδιου του δήμαρχου για το επίπεδο ασφάλειας στην πόλη; Περαιτέρω, δεν μπορεί να ξέρεις ότι οι κατά καιρούς δηλώσεις σου έκαναν τη μισή πόλη να σε βρίζει και να παρουσιάζεσαι σε μια εκδήλωση μιας ομάδας πολιτών που πίκρανες συστηματικά και να συμπεριφέρεσαι λες και βρίσκεσαι σε καμιά πόλη που απέταξε τη βία εδώ και καιρό και το σύνολο των πολιτών είναι πολιτισμένοι προοδευτικοί.
Σημαίνει ότι ούτε αντιλαμβάνεσαι τι προκαλείς με τις δηλώσεις σου, ούτε γνωρίζεις τους δημότες σου.
Φυσικά, όμως, η επίθεση συνοδεύτηκε με την προσφιλή τακτική των τελευταίων ετών στην Ελλάδα (και στην Κύπρο). Τόσο οι δράστες, όσο και όλοι όσοι αντιδρούσαν στην επίσκεψη Μπουτάρη στο χώρο και στις κατά καιρούς δηλώσεις του, τσουβαλιάστηκαν κάτω από τον χαρακτηρισμό «ακροδεξιοί φασίστες» και συνδέθηκαν άμεσα με τη Χρυσή Αυγή, μαζί με όσους Έλληνες διατηρούν συγκεκριμένες απόψεις για το Μακεδονικό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αγνοώντας βέβαια ότι μέχρι πριν μερικά χρόνια οι απόψεις αυτές αποτελούσαν εθνικές γραμμές.
Μπορεί ο ίδιος ο δήμαρχος να δηλώνει βέβαιος ότι έχει «άριστες σχέσεις με τους Πόντιους» και ότι οι επιτιθέμενοι δεν ήταν από τον ποντιακό χώρο, αλλά του επιτέθηκαν οργανωμένοι φασίστες, αλλά τον γιουχάιζε σχεδόν το σύνολο των παρευρισκόμενων. Όσο και αν φωνάζει σήμερα για καταδίκη της βίας και αυτούς που την υποκινούν με δηλώσεις τους, ας θυμηθεί ότι προσφάτως ο ίδιος είχε πει, για παράδειγμα, ότι «ο μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ είναι για ξύλο». Εκτός και αν η παρακίνηση σε βία και η ρητορική μίσους είναι καταδικαστέα και ανεπίτρεπτη μόνο όταν γίνεται από συγκεκριμένη πολιτική παράταξη.
Το γεγονός είναι ότι τόσο οι Πόντιοι, όσο και διάφορες ομάδες πολιτών αλλά και μεμονωμένοι πολίτες, έχουν στο στομάχι τον δήμαρχο για τις κατά καιρούς θέσεις του. Τους τελευταίους έξι τουλάχιστον μήνες, κάθε μήνα, έχει τουλάχιστον μία διαδήλωση κατά του δημάρχου έξω από το δημαρχείο. Η κόντρα αυτή έγινε πιο έντονη μετά την απόφαση για τη μαζική εκδήλωση για το Μακεδονικό που διοργανώθηκε από τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης στον Λευκό Πύργο. Μια απόφαση την οποία πολέμησε ο Μπούταρης, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να περάσει η πρότασή του για ψήφισμα κατά της εκδήλωσης. Επιχειρηματολογώντας ότι η εκδήλωση θα ρίξει λάδι στη φωτιά του Μακεδονικού, δήλωνε ότι λόγω του ζητήματος «οι Έλληνες έχουμε χάσει την αξιοπρέπειά μας και θεωρούμαστε χοντροκέφαλοι», και ότι «η αντίληψη πως η Μακεδονία είναι μόνο ελληνική, είναι κακή», καταφέρνοντας να ρίξει ο ίδιος λάδι στη φωτιά.
Φυσικά κανείς δεν ξέχασε την περσινή του δήλωση: «Χέστηκα αν ο Κεμάλ σκότωσε Έλληνες».
Μπορεί να μην το εννοούσε έτσι, να μιλούσε για την προσφορά του εξαιρουμένων των γενοκτονιών, και να εννοούσε ότι οι Τούρκοι αγαπούν τον Κεμάλ και πρέπει να αξιοποιήσει το πρόσωπό του η Θεσσαλονίκη τουριστικά. Ο όχλος, όμως, δεν εξετάζει σε βάθος την κάθε ατάκα πολιτικών, γιατί αν το έκανε τόσο ο ίδιος όσο και οι μισοί πολιτικοί στην Ελλάδα δεν θα έβλεπαν ξανά αξίωμα. Αν έβγαινε ο Μιχαλολιάκος και έλεγε «χέστηκα αν ο Χίτλερ σκότωσε εβραίους» μιλώντας για προσφορά στον τομέα της επιστήμης και τουριστική αξιοποίηση της Κατοχής ποια θα ήταν η αντίδραση;
Αυτό που δεν λένε να καταλάβουν οι πολιτικοί στην Ελλάδα είναι ότι το τσουβάλιασμα πολιτών κάτω από τον χαρακτηρισμό «ακροδεξιοί φασίστες» και η σύνδεσή τους με τη Χρυσή Αυγή φέρνει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιδιώκουν. Όταν αλλάζεις τις εθνικές γραμμές που ακολουθούσε η χώρα για δεκαετίες και που γαλούχησες τους πολίτες σου να ασπάζονται, και προκειμένου να δεχτούν την αλλαγή τους τις βαφτίζεις εθνικιστικές και τις φορτώνεις στη Χρυσή Αυγή για να αποθαρρύνεις τους πολίτες από αυτές, το μόνο που καταφέρνεις είναι να τους μετατρέψεις σε εύκολη λεία για την ακροδεξιά.
Αν απορρίπτεις κάθε θέση που δεν συμβαδίζει με τη δική σου και τη βαφτίζεις εθνικιστική παρομοιάζοντάς την με θέση της Χρυσής Αυγής όταν αύριο ο πολίτης θα πάει στην κάλπη θα δει στο ακροδεξιό κόμμα τις κοινές θέσεις που του επέβαλες να δει. Αν συμπεριφέρεσαι στους μισούς σου πολίτες ως να είναι ακροδεξιοί, αύριο αυτό ακριβώς θα έχεις.
Ιορδάνης Κωνσταντινίδης
Επιμελητής ύλης στην εφημερίδα Φιλελεύθερος (Κύπρος)