Στην τελευταία «παράσταση» πλημμύρα δακρύων θα αντικαταστήσει τους ποταμούς χαράς που πρόσφερε στους Έλληνες.
Ναι, αυτά τα σπάνια αγαθά, τη χαρά και το γέλιο, ο Χάρρυ Κλυνν και ο Θανάσης Βέγγος τα πρόσφεραν αφειδώς.
Πόντιος μέχρι μυελού οστέων. Καμάρωνε για την καταγωγή του και φρόντιζε «να μην την εξευτελίζει μες τες συνάφειες του κόσμου και τες συναναστροφές».
Παιδί-θαύμα, ξεπήδησε όπως και πολλά άλλα παιδιά από τα ταλέντα που ανακάλυπτε ο Οικονομίδης στο Πεδίον του Άρεως (αυτή η προσφορά του Οικονομίδη πρέπει να αναγνωριστεί). Προικισμένος από την κούνια του με πολυβότανη παιδεία, είχε νωρίς και πολυπλόκαμη δράση. Άρτια μόρφωση με πεζογραφία, ποίηση, ιστορία, λαογραφία αλλά και θέατρο, κινηματογράφο, Καραγκιόζη. Γνώριζε τους αρχαίους. Του άρεσε που η κριτική τον αποκάλεσε δισέγγονο του Αριστοφάνη.
Δημοκράτης, αριστερός, εντάχθηκε στο ΚΚΕ, στο τέλος όμως διακριτικά απείχε από όλα.
Το ρίσκο του να φύγει στην Αμερική για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τον όπλισε με σύγχρονους τρόπους έκφρασης. Προφανώς αντέγραψε με εξίσου μεγάλο ταλέντο τον «Λέννυ τον βρομόστομο». Αυτός έριχνε κυβερνήσεις. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα ήταν πανέτοιμος για ό,τι έκανε τα επόμενα 20 και πλέον χρόνια. Η κριτική τον αποθέωσε. Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος τον χαρακτήρισε φαινόμενο. Τα επίθετα έδιναν και έπαιρναν. Μια πλημμυρίδα από Έλληνες κάθε ηλικίας συνέρρεε στα θέατρα, στα κέντρα και στα αναψυκτήρια όπου εμφανιζόταν. Μεγάλες δόξες στον «Ορφέα», στα «Δειλινά» και στο «Δελφινάριο». Οι ουρές κόσμου στα «Δειλινά» τα σαββατοκύριακα ξεπερνούσαν τα 100-200 μέτρα. Επί σκηνής κατάπινε οποιονδήποτε άλλο συνάδελφο του που είχε την ατυχία να εμφανιστεί στα σόου του. Μπορούμε να μιλήσουμε για έναν αυτοδημιούργητο που έπαιζε, σκηνοθετούσε και σκηνογραφούσε αν χρειαζόταν.
Στη ζωή του ήταν εγκάρδιος και τρυφερός με τους φίλους του και δηκτικός όχι με τους εχθρούς του, γιατί δεν είχε, αλλά με όσους έπρεπε να βάλει τη θέση τους.
Δεν χάριζε κάστανα ο Χάρρυ Κλυνν ούτε στο κοινό του. Τα ’χωνε θυμάμαι στα «Δειλινά» που ήταν ξέχειλα από κόσμο. Πήγε στο πρώτο τραπέζι όπου καθόταν ένας διάσημος εφοπλιστής και δίπλα του η γυναίκα του που φορούσε μια εξαίσια γούνα. Χάιδεψε τη γούνα παρατεταμένα και είπε «Ωραίο το ζώο που φοράτε. Ποιο ζώο σας το αγόρασε;». Επίσης δεν ξεχνούσε στο χαιρετισμό του κάθε βράδυ να λέει: καλησπέρα σας κύριοι, καλησπέρα σας κυρίες και οι «άλλες», και συμπλήρωνε: «όλο και κάποιος πούστης θα είναι ανάμεσά μας». Αγαπούσε τον κινηματογράφο και έκανε μόνος του τα βίντεο που παρουσίαζε στο πρόγραμμα του. Έγραφε τραγούδια σπαρταριστά. Στα νούμερα που παρουσίαζε στις επιθεωρήσεις κυρίως τα έγραφαν ο Γιάννης Κακουλίδης, ο Γιάννης Καλαμίτσης και ο Γιάννης Ξανθούλης. Από τους παλιούς γραφιάδες της επιθεώρησης συνεργάστηκε με τον Μιχαηλίδη και τον Μακρίδη.
Εκείνα τα χρόνια είχε τόση αίγλη που ο Βέγγος του ζήτησε να τον σκηνοθετήσει! Είναι ζήτημα ο Βέγγος να το έκανε αυτό στη ζωή του άλλη μια φορά. Και ο λόγος: «ρε Χάρρυ, έλα να με μαζέψεις λίγο γιατί με βρίσκουν ασυμμάζευτο».
Ο Χάρρυ Κλυνν δημιούργησε σχολή, αλλά (φευ) δεν αντιγράφεται ο ίδιος…
Αγαπούσε υπερβολικά την οικογένεια του, τη γυναίκα του Χαρίκλεια, και τα τρία παιδιά του. Μια μέρα με φώναξε στο σπίτι του λέγοντάς μου «ο γιος μου είναι κινηματογραφική ιδιοφυΐα». Του είχε αγοράσει μια πολύ καλή κινηματογραφική μηχανή και ο νεαρός Νίκος μου έδειξε μερικά άρτια ρεπορτάζ. Ο Νίκος ήταν η αδυναμία του. Τον έβλεπε κάπως σαν προέκτασή του. Τον παρακολουθούσε στενά, και όταν πράγματι ο νεαρός έγινε σκηνοθέτης, καμάρωνε. Στην προβολή όμως της τελευταίας του ταινίας για την ιστορία του ΠΑΟΚ ενώ όλη η Θεσσαλονίκη ήταν εκεί, ο Βασίλης έλειπε. Ήδη από καιρό δεν έβγαινε από το σπίτι…
Ο Χάρρυ Κλυνν δεν δίστασε να σατιρίσει και να σαρκάσει όλες τις εξουσίες. Την πρώτη, τη δεύτερη, την τρίτη και την τέταρτη: Πολιτική, θρησκευτική, δημοσιογραφική και κοινωνική. Τα ιοβόλα σχόλιά του κυκλοφορούσαν στην Αθήνα σαν ανέκδοτα.
Ολόκληρη η 20ετία ’70-’90 του ανήκει. Σαν performer, σαν showman, σαν διασκεδαστή. Το ανέφερα και πριν ότι ήταν ένα «τέρας» επί σκηνής, ένας Aρσέν Λουπέν που έκλεβε όλες τις παραστάσεις.
Δυστυχώς ο Χάρρυ Κλυνν ήταν εκτός δράσης την εποχή των μνημονίων. Αυτά τα επτά σακάτικα χρόνια που έχουμε περάσει. Πιστεύω ότι θα είχε γλιτώσει τον τόπο από δυο-τρεις μεγάλες υπερβολές και υπερβάσεις του μέτρου που χειροτέρεψαν τα πράγματα. Κανένας δεν φαντάστηκε ότι αυτός ο «γελωτοποιός» είχε ανήμερους καημούς μέσα του που τους έκρυβε. Στο τέλος τον έφθειραν πολύ. Δίχως δικό του κύκνειο άσμα, ο θάνατος του πολυαγαπημένου του γιου, Νίκου, του στέρησε κάθε ικμάδα ενδιαφέροντος για τη ζωή.
Γιώργος Λιάνης