Μου είχε κάνει εντύπωση η ιστορία που διηγούνταν σε μια συνέντευξή του ο Γιάνης Βαρουφάκης. Τον πρώτο καιρό της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ο τότε υπουργός Οικονομικών είχε συνομιλήσει με τον Αλέξη Τσίπρα για τη θέση θα τηρούσε σε μια συνάντησή του ως πρωθυπουργός. Για λόγους προφανείς πλέον, ο Τσίπρας πήρε άλλη θέση.
Καθώς βγήκε από τη συνεδρίαση, ο Βαρουφάκης τον ρώτησε τι είπε. Η απάντηση τον εξέπληξε, ο Τσίπρας αντιλαμβάνεται το λάθος που έκανε, και με μεγάλη ευκολία του λέει: Μην ανησυχείς. Θα αλλάξουμε τη θέση μας.
Το γεγονός δείχνει πολλά για την νοοτροπία της ομάδας που κυβερνά την Ελλάδα σε μια από τις δυσκολότερες στιγμές της ιστορίας της. Εκεί που χρειαζόταν ένας Ελευθέριος Βενιζέλος, προέκυψε ο Τσίπρας.
Ο σημερινός πρωθυπουργός αισθάνεται μια επικίνδυνη άνεση, ακόμη και με θέματα τα οποία δεν γνωρίζει ή ακούει για πρώτη φορά. Έχει κανείς αμφιβολία ότι για το Ίλιντεν άκουσε πρώτη φορά; Αποδέχθηκε καταρχήν την πρόταση του Ζόραν Ζάεφ, στον οποίο επίσης η ιδέα δόθηκε από τον Νίκολα Ντιμιτρόφ, υπουργό Εξωτερικών της γειτονικής χώρας. Ο Ντιμιτρόφ, κατά πληροφορίες, είχε εκτεταμένες συνομιλίες με τη βουλγαρική διπλωματία η οποία και του συνέστησε την πρόταση: «Δημοκρατία της Μακεδονίας του Ίλιντεν».
Με την πρόταση αυτή, βεβαίως, οι Βούλγαροι δεν έχουν πρόβλημα διότι θεωρούν το Ίλιντεν (ημέρα της γιορτής του Προφήτη Ηλία), ως δική τους εξέγερση. Τώρα, αν είναι και «μακεδονική» και τι σχέση είχαν οι τότε εξεγερθέντες με τη Βουλγαρία είναι μια άλλη ιστορία –την οποία εν τάχει θα διηγηθούμε–, αλλά το ζήτημα είναι: ο Αλέξης Τσίπρας όταν διαπραγματεύεται έχει γνώση του αντικειμένου, συνοδεύεται από τους κατάλληλους συμβούλους και έχει διαμορφωμένη τακτική που θα ακολουθήσει, ή βρισκόμαστε ακόμη στο «έλα μωρέ, δεν βαριέσαι, και οι άλλοι τα ίδια έκαναν»;
Οι ζώνες επιρροής στη Μακεδονία
Το ζήτημα της διαμόρφωσης των ζωνών επιρροής στη Μακεδονία από Ελλάδα και Βουλγαρία ήταν από τα πρώτα που ετέθησαν μετά την ύπουλη προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Η εμπειρία της Ανατολικής Ρωμυλίας αποτελούσε ένα καλό παράδειγμα και για τη Μακεδονία. Πρώτα αυτονομία και μετά προσάρτηση.
Σταθερή λοιπόν βουλγαρική πολιτική ήταν η αυτονομία της Μακεδονίας. Μετά βλέπουμε. Ο τότε Βούλγαρος πρωθυπουργός Στέφαν Σταμπόλοφ επιχειρούσε να διαμορφώσει καλές σχέσεις με την Υψηλή Πύλη ώστε να πετύχει βουλγαρική διείσδυση στη Μακεδονία μέσω της έκδοσης σουλτανικών βερατιών για Βούλγαρους επισκόπους. Ήξερε ότι το παιχνίδι θα παιζόταν στη βάση της πληθυσμιακής σύνθεσης και της θρησκευτικής επιρροής στους πληθυσμούς της περιοχής. Κατάφερε το 1890 οι Βούλγαροι να αποκτήσουν εξαρχικούς επισκόπους στα Σκόπια και την Αχρίδα, γι’ αυτό απέρριπτε κάθε πρόωρη επαναστατική ενέργεια που θα επιδείνωνε τις σχέσεις της Βουλγαρίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Τα πράγματα δεν ήταν γραμμικά. Οι Βούλγαροι Μακεδόνες είχαν διαμορφώσει μια δική τους προσέγγιση, και οι βουλγαρομακεδονικοί κύκλοι είχαν επιρροή στη βουλγαρική πολιτική. Ένα σημαντικό τμήμα των αξιωματικών του βουλγαρικού στρατού προερχόταν από τη Μακεδονία και αποτελούσε μια ισχυρή ομάδα πίεσης στη χάραξη της βουλγαρικής εξωτερικής πολιτικής.
Μετά το θάνατο του Σταμπόλοφ, οι βουλγαρομακεδονικοί κύκλοι στήριζαν τις ελπίδες τους για μια επαναστατική λύση του Μακεδονικού κυρίως στη Ρωσία. Οι Ρώσοι, όμως, μετά το 1896 ήταν απασχολημένοι με τις εκκρεμότητες που είχαν με την Ιαπωνία στην Άπω Ανατολή και δεν ήθελαν αναταραχές στα Βαλκάνια. Ήθελαν να παγώσουν τις εξελίξεις.
Το βουλγαρομακεδονικό λόμπι ωστόσο είχε άλλη άποψη.
Υπήρχαν δύο ομάδες Βουλγαρομακεδόνων που μερικές φορές ήταν και ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Η μία ήταν το «Ανώτατο Μακεδονικό Κομιτάτο» της Σόφιας, τα μέλη του οποίου ονομάζονταν και «βερχοβιστές», που βρισκόταν υπό την άμεση κηδεμονία της βουλγαρικής αυλής και του υπουργείου Πολέμου, και η άλλη η VMRO στη Θεσσαλονίκη, η οποία υπερφαλαγγίστηκε από την πρώτη.
Για να διευρύνει τη βάση της, η VMRO το 1902 άλλαξε το καταστατικό της, απέβαλε τον στενό βουλγαρικό χαρακτήρα και κάλεσε σε συστράτευση όλα τα δυσαρεστημένα στοιχεία, ανεξαρτήτως εθνότητας, σε έναν επαναστατικό αγώνα με σκοπό την πολιτική αυτονομία της Μακεδονίας. Αλλά και οι βερχοβιστές είχαν επιλέξει την οδό της υπόθαλψης εξεγέρσεων στη Μακεδονία, ώστε να διεθνοποιηθεί το Μακεδονικό Ζήτημα και να επέμβουν οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Σε συνέδριό της στη Θεσσαλονίκη, τον Ιανουάριο του 1903, η VMRO αποφάσισε μια ένοπλη εξέγερση, παρά τις περί του αντιθέτου συμβουλές του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών.
Η εξέγερση πραγματοποιήθηκε την ημέρα της γιορτής του Προφήτη Ηλία (Ίλιντεν), 20 Ιουλίου 1903, και το αποτέλεσμά της είναι γνωστό.
Οι εξεγερθέντες κατάφεραν να καταφύγουν στα βουνά και, σκοπίμως, την ενέργειά τους «πλήρωσαν» Έλληνες και Βλάχοι της περιοχής. Οι Οθωμανοί κατέστειλαν άγρια την εξέγερση με βαρβαρότητες κατά του άμαχου πληθυσμού.
Αρχή «εθνογένεσης»
Είναι η εξέγερση που οι Σλαβομακεδόνες θεωρούν αρχή της εθνογένεσής τους. Και όπως είναι γνωστό, η προσπάθεια που κατέβαλαν από τότε και οι ίδιοι και η Βουλγαρία ήταν η κατάκτηση των εδαφών σε ολόκληρη τη Μακεδονία. Αυτή την ημέρα με τον –υποτίθεται αλυτρωτικό– συμβολισμό που περικλείει, θέλησε να συζητήσει ο Τσίπρας ως λύση στο πρόβλημα της ονομασίας. Δεν πρόκειται βεβαίως περί αλυτρωτισμού, και κακώς συζητούμε περί αυτού. Δεν υπάρχουν Βούλγαροι ή «Μακεδόνες» σε ελληνικά εδάφη τα οποία κάποιες δυνάμεις θα απελευθερώσουν από την ελληνική σκλαβιά. Ας είμαστε προσεκτικοί σ’ αυτό.
Γνώριζε ο Τσίπρας;…
Το ερώτημα τώρα που προκύπτει είναι με ποια λογική ο πρωθυπουργός αποδέχθηκε, έστω καταρχήν, και έφερε προς συζήτηση την πρόταση «Δημοκρατία της Μακεδονίας του Ίλιντεν».
Αλλά προκύπτει και ένα άλλο ζήτημα. Γνώριζαν ο Τσίπρας και η ελληνική αντιπροσωπεία στις συνομιλίες που διεξήγε ο πρωθυπουργός αυτό το ιστορικό φορτίο στην πρόταση που του έγινε; Συνοδεύεται ο πρωθυπουργός από το καλύτερο διπλωματικό και επιστημονικό προσωπικό που διαθέτει η χώρα, ή «λύση να βρούμε και όποια βρούμε»;
Έχουμε συνείδηση των επιπτώσεων μιας αρνητικής και βιαστικής λύσης;
Αφού υπήρξε κάποια σύγκλιση των πολιτικών δυνάμεων σε κάποιες από τις προτάσεις Νίμιτς, γιατί η ελληνική κυβέρνηση, και μάλιστα σε επίπεδο πρωθυπουργού, συζητά άλλες προτάσεις που δεν περιλαμβάνονται στο πακέτο του διαπραγματευτή; Γνωρίζει η κυβέρνηση ότι εκτός από τα Σκόπια έχει απέναντί της και τις μεθοδεύσεις της βουλγαρικής διπλωματίας; Διότι η Βουλγαρία έχει σαφείς επιδιώξεις στα Σκόπια.
Ο ρόλος της Αγγλίας
Υπάρχει όμως και ιστορική συνέχεια που μπορεί να παραλληλιστεί με το σήμερα. Δύναμη της εποχής ήταν η Αγγλία, η οποία ενδιαφερόταν για την υπονόμευση της οθωμανικής πολιτικής στη Μακεδονία και ευνοούσε την αυτονόμησή της.
Μετά τη σφαγή –κυρίως Ελλήνων– στο Ίλιντεν, και οι δύο πλευρές, ελληνική και «βουλγαρομακεδονική» (στην ουσία βουλγαρική), κατέφυγαν στο Λονδίνο για να προβάλουν τα αιτήματά τους. Οι μεν Βούλγαροι για να ζητήσουν την αυτονομία της Μακεδονίας και στη συνέχεια την προσάρτησή της, όπως και στην περίπτωση της Ανατολικής Ρωμυλίας, οι δε Έλληνες για να προβάλουν τις διώξεις των ομοεθνών τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και να ζητήσουν τη βοήθεια της διεθνούς κοινότητας.
Το θέμα απασχόλησε και τη Βουλή των Κοινοτήτων, στην οποία ο Βρετανός πρωθυπουργός Άρθουρ Τζέιμς Μπάλφουρ απέδωσε τις ταραχές στην τουρκική κακοδιοίκηση και στην αβελτηρία της Ευρώπης να εισαγάγει μεταρρυθμίσεις στη Μακεδονία, όπως προέβλεπε η Συνθήκη του Βερολίνου.
Εντυπωσιακή ήταν η θέση των φιλελευθέρων σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε: θεώρησαν λάθος τη μη εφαρμογή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (1878), η οποία δημιουργούσε τη Μεγάλη Βουλγαρία!
Το επίμαχο όμως σημείο της ομιλίας του Βρετανού πρωθυπουργού ήταν η αναφορά του στη σαφή πληθυσμιακή υπεροχή των Βουλγάρων στην περιοχή, έναντι των άλλων εθνοτήτων. Η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε έντονα και έδωσε οδηγίες στην πρεσβεία στο Λονδίνο να δραστηριοποιηθεί προς την κατεύθυνση της απόδειξης της ελληνικής πληθυσμιακής υπεροχής στη Μακεδονία, με στοιχεία που χορήγησε το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας.
Βλέπετε, λοιπόν, πως τα πράγματα στις διεθνείς σχέσεις και εξελίξεις δεν είναι τόσο γραμμικά όπως θέλουμε να τα εκλαμβάνουμε και να τα αντιμετωπίζουμε. Χρειάζεται προσοχή, ετοιμότητα και λεπτομερής διαμόρφωση πολιτικής. Υπάρχει;
Αλλαγή πολιτικής και Μακεδονικός Αγώνας
Και κάτι τελευταίο. Η τότε ελληνική κυβέρνηση διαπίστωσε πως ενώ η ίδια αντιμετώπιζε το ζήτημα της Μακεδονίας και τις σχέσεις της με τους γειτονικούς λαούς και τις δυνάμεις της εποχής στη βάση μιας ήπιας και πολιτισμένης προσέγγισης με αναφορές (και τότε) στη λογική του Δικαίου, οι άλλες πλευρές, βουλγαρική και τουρκική, ήταν άκρως επιθετικές στη συμπεριφορά τους – σε βαθμό βαρβαρότητας.
Η διαπίστωση αυτή οδήγησε στο συμπέρασμα πως με τέτοια τακτική η υπόθεση της Μακεδονίας είναι χαμένη. Και άρχισαν οι προετοιμασίες για τον Μακεδονικό Αγώνα.
Μήπως και σήμερα δεν επαρκεί η ήπια και πολιτισμένη προσέγγιση βασισμένη μόνο στο Διεθνές Δίκαιο και χρειάζεται και η διαμόρφωση μιας πολιτικής προβολής σκληρής ισχύος; Όχι προς τα Σκόπια, από τα οποία ο κίνδυνος είναι άλλου επιπέδου, αλλά προς την Τουρκία η οποία έχει δεδηλωμένες επιθετικές διαθέσεις απέναντι στην Ελλάδα;