Από τις πρώιμες φιλοδοξίες και τους μαξιμαλισμούς περί στρατηγικής επέκτασης στα άλλοτε οθωμανικά εδάφη και πέρα από αυτά με όχημα τους αγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου, έως την κατάρρευση των προσδοκιών, η τουρκική ενεργειακή στρατηγική έχει επιδείξει μεγάλες αποκλίσεις σκοπών και αποτελεσμάτων.
Η συγκεκριμένη ασυνέπεια έχει πλήξει καίρια το κύρος της χώρας, αλλά αναδεικνύει και τα όρια της επιθετικότητάς της.
Αμέσως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου διατυπώθηκαν μεγαλεπήβολοι στόχοι με ρητές αναφορές στους υδρογονάνθρακες των μετασοβιετικών δημοκρατιών και της Μέσης Ανατολής, κατόπιν αυτοί κατέρρευσαν, και εντέλει θεμελιώθηκε μια ετεροβαρής ενεργειακή σχέση με την Ρωσία, με την οποία η Τουρκία είναι γεωστρατηγικά εγγενώς ανταγωνιστική. Η τουρκική στρατηγική έχει γνωρίσει και συνεχίζει να γνωρίζει παλινωδίες. Το ίδιο, άλλωστε, διαφάνηκε μέσω και της περίφημης πολιτικής των «μηδενικών προβλημάτων», η οποία έχει εξελιχθεί σε «πολλαπλασιασμό προβλημάτων» σχεδόν με τους πάντες.
Η απαρχή της εκδήλωσης των φιλοδοξιών τοποθετείται αμέσως μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και την ευκαιρία ένταξης των περικάσπιων κρατών στις λειτουργίες της παγκόσμιας οικονομίας της αγοράς. Το τέλος του κεντρικού σχεδιασμού και η είσοδος του καπιταλισμού ταυτίστηκε με ευκαιρίες σύνδεσης των υδρογονανθράκων της Κασπίας με τις καταναλώτριες αγορές της Δύσης διαμέσου της Τουρκίας. Η συνεργασία με την Τουρκία κρίθηκε αναγκαία, καθώς αφενός η Δύση επιθυμεί την παράκαμψη της Ρωσίας με στόχο τη διαφοροποίηση των διόδων μεταφοράς, αφετέρου οι σχέσεις με το Ιράν ήταν (και παραμένουν) προβληματικές, ενώ και οι δημοκρατίες του Καυκάσου –εκτός του ότι ορισμένες είναι οικονομικά αδύναμες να προχωρήσουν σε μεγάλα επενδυτικά σχέδια– δύνανται να διοχετεύσουν τους υδρογονάνθρακες μόνο μέχρι τον Εύξεινο Πόντο.
Η Τουρκία έχει δείξει να αναγνωρίζει το συγκεκριμένο πλεονέκτημα της γειτνίασης με τις περιφέρειες του Καυκάσου, της Κεντρικής Ασίας, της Μέσης Ανατολής, της Βορείου Αφρικής και της Ανατολικής Μεσογείου, οι οποίες διαθέτουν περισσότερο από το 72% των παγκοσμίων αποθεμάτων πετρελαίου και 71% φυσικού αερίου.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι η Τουρκία αποτελεί κράτος διαμετακόμισης του 6-7% της παγκόσμιας πετρελαϊκής ζήτησης.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο Αχμέτ Νταβούτογλου σημειώνει εύγλωττα στο Στρατηγικό βάθος ότι «χάριν της γεωγραφικής θέσης την οποία η Τουρκία απολαμβάνει, μέρος της εθνικής στρατηγικής της περιλαμβάνει τη διευκόλυνση της μεταφοράς ενέργειας διαμέσου του εδάφους της, το οποίο τίθεται στο επίκεντρο του ενεργειακού διαδρόμου Ανατολής-Δύσης». Επιπροσθέτως, αυτός ο δυνητικός ρόλος έχει αναφερθεί ως μέσο υλοποίησης πολιτικών και στρατηγικών σκοπών με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα εκείνο της σύνδεσης της ενέργειας με την ενταξιακή πορεία στην ΕΕ.
Σύμφωνα με τον Τούρκο διπλωμάτη Χακί Ακίλ, «η Τουρκία, εντός του αμέσως προσεχούς μέλλοντος, θα αποτελεί την τέταρτη αρτηρία της ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης», ενώ κατά τον υπουργό ενέργειας Χιλμί Γκιουλέρ, «εντασσόμαστε [σ.σ.: οι Τούρκοι] στην Ευρωπαϊκή Ένωση με αγωγούς». Πράγματι, η πρακτική εκδήλωση της συγκεκριμένης ρητορικής ειδώθηκε στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων μεταξύ της Τουρκίας και της ΕΕ για την υλοποίηση του αγωγού φυσικού αερίου του Nabucco, όπου η Άγκυρα διεκδίκησε δικαιώματα αποθήκευσης και μεταπώλησης σε πλήρη αντίθεση με το κοινοτικό κεκτημένο.
Μιας και δεν υπάρχει η δυνατότητα να αναφερθούμε εκτενώς στο ιστορικό των γεγονότων, αρκεί να σημειώσουμε ότι η ενεργειακή ασφάλεια ταυτίζεται ως έννοια με τη μέγιστη δυνατή μείωση μονομερών εξαρτήσεων. Συγκεκριμένα, αφορά την αξιόπιστη και αδιάκοπη παροχή του ενεργειακού προϊόντος σε ανεκτές και λογικά οριζόμενες τιμές από τον παραγωγό. Αν το κράτος αναγκαστεί να εισάγει, τότε θα πρέπει να το πράξει από όσο το δυνατόν περισσότερους παρόχους.
Η Τουρκία δεν έχει επιτύχει κάτι τέτοιο και εκεί έγκειται η στρατηγική αποτυχία της.
Τα ισχνά επιτεύγματά της, δηλαδή, στον τομέα της ενεργειακής ασφάλειας, δεν δικαιολογούσαν και δεν δικαιολογούν τις ηγεμονικές βλέψεις της, και άρα δεν μπορούν να υποστηρίξουν μαξιμαλιστικά εγχειρήματα. Η Τουρκία όρισε στόχους ενεργειακής αναβάθμισής της και η ίδια τους υπονομεύει θέτοντας πλέον την ίδια την ευμάρειά της –αν όχι την επιβίωσή της– σε κίνδυνο. Παρόμοιος ανορθολογισμός διέπει και τις πρακτικές της όσον αφορά τη διαμετακόμιση των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου, με το διακύβευμα για την Ελλάδα και την Κύπρο να παραμένει η εκμετάλλευση των «παραθύρων ευκαιρίας» τα οποία ανοίγουν.