«Φόρεσα τα καλά μου ρούχα, είχα μαζί μου ένα μικρό τσαντάκι με 50.000 δραχμές, ένα καθρεφτάκι, ένα σαπούνι και το διαβατήριο χωρίς βίζα. Πήρα μαζί και το απόκομμα της εφημερίδας με άρθρο και φωτογραφία της εικόνας της Αγίας Παρασκευής που φιλοτέχνησα, μόλις έπεσε το καθεστώς των δικτατόρων Χότζα-Αλία», αφηγείται σε άπταιστα ελληνικά ο Αλβανός ζωγράφος, καθηγητής Καλών Τεχνών, Γιώργος Κόλα (Gjergj Kola).
Η μεγάλη οδύσσειά του «και ο Γολγοθάς», όπως συμπληρώνει, τον έκαναν ένθερμο φιλέλληνα, κι ακόμα περισσότερο φιλοπόντιο.
Τα περίπου 400 έργα του με θέμα «Γενοκτονία – Πόντος» βρίσκονται στην Ελλάδα, ενώ μέρος τους εκτίθεται αυτές τις μέρες στην πολυθεματική έκθεση «Πόντος – Δικαίωμα και υποχρέωση στη μνήμη (27 Απρίλιου- 27 Μαΐου)», με την επιμέλια του καθηγητή Κωνσταντίνου Φωτιάδη, στο περίπτερο 2 της ΔΕΘ.
«Είναι ακόμα μια ευκαιρία να πω δημοσίως στους Έλληνες ένα μεγάλο ευχαριστώ για ό,τι έζησα μαζί τους», είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αλβανός καλλιτέχνης, ο οποίος μόλις 25 ετών, καθηγητής ζωγραφικής και Ιστορίας της Τέχνης στο Λύκειο της κωμόπολης Balldren κοντά στη πόλη Lezhe, αποφασίζει να φύγει μακριά από το χάος που κυριαρχούσε στη διαλυμένη τότε Αλβανία. «Το σχολείο κατέρρευσε από βομβιστική επίθεση μπροστά στα μάτια τα δικά μου και των μαθητών μου. Ήταν αναπόφευκτο να φύγω. Την άλλη μέρα, παρέα με έναν 15χρονο μαθητή μου, που μου τον εμπιστεύτηκαν οι γονείς του, πήραμε το δρόμο προς την Ελλάδα», διηγείται.
«Δραπέτευα από την Αλβανία, μια πατρίδα όπου απαγορευόταν και να ονειρεύεσαι. Ήμουν έτοιμος να φύγω, να αντέξω! Τελικά άντεξα περισσότερα από όσα πίστευα. Δεν είχα άλλη επιλογή από το να αναζητήσω τη σωτηρία μου στην Ελλάδα. Μπροστά μου ήταν μια νέα ζωή δύσκολη, αλλά πίσω άφηνα μια ζωή ανυπόφορη, με κίνδυνο για την ίδια τη ζωή. Ταξιδεύαμε όλη τη νύχτα με τον μαθητή μου, φτάσαμε στο Άργος Ορεστικό Καστοριάς. Συναντήσαμε δυο αστυνομικούς με την κλούβα. Ήταν ευγενικοί, δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε, αλλά μας άφησαν να συνεχίσουμε το δρόμο […]. Αυτά τα ανθρώπινα στους Έλληνες με συγκινούν ακόμα σήμερα, που είμαι πολύ καλά, έχω τη σύζυγό μου που με στηρίζει, τα παιδιά μου…».
Όπως αφηγείται οι πρώτες συναντήσεις με Έλληνες τον ξάφνιασαν, γιατί ο νεαρός τότε ζωγράφος δεν ένιωσε καμιά ξενοφοβία εκ μέρους τους. «Δεν ήξερα ελληνικά, φοβόμουν, αλλά ήλπιζα ότι η εικόνα της Αγίας Παρασκευής θα “δείξει” στους ανθρώπους στην Ελλάδα ότι δεν είμαι κακοποιός, είμαι ένας ζωγράφος ταπεινός. Πίστευα η φωτογραφία της εικόνας θα βοηθήσει στο να μη φοβηθούν οι Έλληνες εμένα, τον Αλβανό», λέει ο καλλιτέχνης από τη γειτονική χώρα που κατάφερε να μεταφέρει στα έργα του την αγάπη και την ευγνωμοσύνη του στους ανθρώπους που γνώρισε τα πρώτα του δύσκολα χρόνια στην Ελλάδα.
Ειδικά αναφέρεται στα έργα του στο θέμα του Πόντου, της Γενοκτονίας – μιας τραγωδία ανθρωπιστικής.
Καταγράφοντας την ιστορία του Πόντου, στην ουσία αναφέρεται στην τραγωδία των γενοκτονιών, στην προσφυγιά που δεν έχει εθνότητα, εθνικότητα, θρησκεία… Στην ερώτηση «Πώς σε συγκίνησε το θέμα της Γενοκτονίας των Ελλήνων Πόντιων», απαντά με συγκίνηση θέλοντας να πει πολλά: «Είμαι Αλβανός. Παρεξηγημένη εθνότητα, μας “ρεζίλεψε” το ακραίο φασιστικό καθεστώς. Ήμουν λαθρομετανάστης Αλβανός και όμως σε αυτήν τη χώρα, την Ελλάδα, βρήκα κατανόηση, την υποδοχή από ανθρώπους που πέρασαν τα ίδια – την προσφυγιά. Όταν πέρασα τα σύνορα της Ελλάδας μόνο μια βραδιά έμεινα μόνος, στο πουθενά. Τη δεύτερη μέρα στο χωριό Αλιάκμονας με κάλεσαν στο σπίτι. Με φιλοξένησαν δυο παππούδες που δεν ζουν πια. Με κάλεσαν όχι από ελεημοσύνη, αλλά με σεβασμό στον ξένο ταξιδιώτη, στον μουσαφίρη. Αυτά δεν ξεχνιούνται ποτέ!».
«Η κραυγή της ορφανής»
Και συνεχίζει με φανερή συγκίνηση στη φωνή του: «Την άλλη μέρα ο παππούς έφερε χαρτί και μολύβι, κάθισε να ποζάρει… Όταν τέλειωσα το σκίτσο, γέλαγε σαν παιδί. Πρώτη φορά είδε τον εαυτό του ζωγραφισμένο. Μετά ήρθε στη ζωή μου ο παπα-Γιώργης του χωριού. Πόντιος στην καταγωγή. Όταν με πήγε στο χωριό Καστανιά, έγινε η πρώτη μου συνάντηση με μια κοινότητα εντελώς άγνωστη για μένα. Για πρώτη φορά άκουσα την κεμεντζέ, είδα τους κυκλικούς χορούς, άκουσα πολλούς καημούς. Όλες οι οικογένειες με δέχτηκαν σαν φίλο. Ειδικά ο ένας παππούς, που είχε σωθεί από το μακελειό στον Πόντο, μου έλεγε πονεμένες ιστορίες της προσφυγιάς. Δεν καταλάβαινα πολλά τότε, αλλά αισθανόμουν με την ψυχή μου αυτά που έλεγε. Ζωγράφιζα τις ιστορίες του έτσι όπως τις αισθανόμουν. Ύστερα και άλλες οικογένειες μου πρόσφεραν πολλά, πάντα με σεβασμό. Ένας συγχωριανός, που είχε τρακτέρ, μου αγόρασε χαρτί, χρώματα, μολύβια, πινέλα.
»Όλο τον Σεπτέμβρη του 1991 πήγαινα από σπίτι σε σπίτι, έκανα πολλά σκίτσα».
Τα έργα της τωρινής έκθεσης στη Θεσσαλονίκη και του λευκώματος είναι το ελληνικό ημερολόγιό του, «το βιβλίο της ζωής του». Ενώ καταγράφει με σκίτσα και χρώματα τους Πόντιους πρόσφυγες στην Ελλάδα, στην ουσία καταγράφει την ιστορία των γενοκτονιών του 20ού και του 21ου αιώνα. «Μια γιαγιά, δεν θυμάμαι το όνομά της, μου έλεγε φοβέρες ιστορίες τις οποίες προσπάθησα να ερμηνεύσω ως ζωγράφος. Μετέφερα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου στο χαρτί ή το τελάρο, με πολυχρωμία ή με ένα στιλό λιτό, τον πόνο των προσφύγων Ποντίων αναμιγμένο με τον πόνο δικό μου, του λαθραίου μετανάστη».
Στο λεύκωμα Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου μέσα από τα εικαστικά έργα του Gjergj Kola, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σταμούλη με αφορμή την πολυθεματική έκθεση, βλέπουμε πολλά σκίτσα: ηλικιωμένους, παιδιά, στιγμές της καθημερινής ζωής. Έργα ρεαλιστικά, έργα σουρεαλιστικά, μοντέρνα, ναΐφ, αλλά και λαογραφικά, ιστορικά, αγιογραφίες.
Ο Αλβανός καλλιτέχνης επαναλαμβάνει ότι νιώθει μεγάλη ευγνωμοσύνη στον ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, Κωνσταντίνο Φωτιάδη: «Ήταν ένας από τους πρώτους που εκτίμησε έμπρακτα τη ζωγραφική μου, αναγνωρίζοντας το έργο μου, δίνοντας χέρι βοήθειας. Η βοήθειά του έγινε στα χρόνια τα δύσκολα, τότε που είχα μεγάλη ανάγκη».
Πολλά έργα του ο Κόλα τα φιλοτέχνησε μετά από μαθήματα Ιστορίας του Κωνσταντίνου Φωτιάδη.
Ο ίδιος ο ιστορικός και ερευνητής, μιλώντας στο ΑΠΕ – ΜΠΕ, δηλώνει θαυμαστής του ταλαντούχου ζωγράφου και ανθρώπου Γιώργου Κόλα. «Είναι ουσιαστικά ο πρωταγωνιστής της σημερινής πολυθεματικής έκθεσής μου. Στη διάρκεια των χρόνων που γνωριζόμαστε μου χάρισε πάνω από 340 έργα [σ.σ.: πολλά έργα ο Κ. Φωτιάδης τα έχει αγοράσει]. Πριν από 20 χρόνια, όταν γνωριστήκαμε, κατάλαβα πως έχω μπροστά μου έναν μεγάλο καλλιτέχνη. Στην έκθεση παρουσιάζω 220 έργα του. Ο οικογενειακός φίλος, πλέον, Γιώργος Κόλα, είναι ένας Αλβανός που δοκιμάστηκε σκληρά, αλλά κατάλαβε τι σημαίνει κατάλυση της δημοκρατίας και τι σημαίνει το αγαθό της δημοκρατίας και ελευθερίας».
Η πολυθεματική έκθεση του καθηγητή Κωνσταντίνου Φωτιάδη «Πόντος – Δικαίωμα και υποχρέωση στη μνήμη», με ντοκουμέντα, σπάνια έγγραφα και έργα τέχνης συνεχίζεται μέχρι τις 27 Μαΐου.
- Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ / Σοφία Προκοπίδου.