Εκείνο το πρωί στην Σμύρνη, την «Γκιαούρ Ισμίρ» που έλεγαν, μαθηταί, φίλοι, πρόσκοποι, Αγιοδημητριώτες και Ταμπαχανιώτες φύγαμε χαράματα για τον Κουκλουντζά, ένα μυροβόλο χωριό της αξέχαστης πολιτείας. Από την συντροφιά εκείνη θυμάμαι τον βαθμούχο πρόσκοπο, Νεοσμυρνιώτη Γιώργο Τσακίρη, τον Γιάννη Αρώνη, τον Αλέξανδρο Καλογερόπουλο, τον Γιάννη Σελλά, τον Πανά και τον Απόστολο Μαρόλο, άλλους που δεν τους θυμάμαι ή δεν υπάρχουν πλέον. Μαθηταί όλοι του Σχολείου της Σταυριάνθης Αναστασιάδη. Ήταν μια λαμπρή, ολόφωτη μέρα, μ’ εκείνο το φως που μόνο η αιγαιοπελαγίτικη παραλία της Μικράς Ασίας μπορεί να δίνει σε τέτοια έξαρση.
Ένα θάμβος, μια γλυκεία θαλπωρή, μια μέρα μακάριας γαλήνης… Ήταν σαν δέκα άνοιξες μαζί… Ο αέρας μοσχοβολούσε από τα λουλούδια των γύρω περιβολιών.
Θα ‘λεγε κανείς πως η φύση χάριζε την πιο όμορφη Πρωτομαγιά στη Σμύρνη, και στους Έλληνες, για να εορτάσουν, υστέρα από τόσους αιώνες σκλαβιάς, την πιο μεγάλη ημέρα της Ιστορίας των. Με τραγούδια γεμάτα Ελλάδα, και αβάσταχτο πόνο από τη σκλαβιά, τραγουδούσαμε:
Εσείς τον Τούρκον σφάζετε, τον τύραννον σπαράζετε,
να ζήσει το σπαθί μου, ν’ αναστηθεί η Πατρίς μου.
Με χαρές και φαγοπότια περάσαμε την ημέρα και το απόγευμα φορτωμένοι με στεφάνια και τραγουδώντας το «Σμύρνη Πατρίδα μου γλυκιά,/ χαριτωμένη χώρα,/ για να σε βγάλω από το νου/ ποτέ δεν θα ’ρθει ώρα…» και με προσκοπικά εμβατήρια και βήμα γυρνούσαμε στη Σμύρνη. Αλλά τι Σμύρνη ήτανε αυτή, ανάστατη, χαρούμενη, πλημμυρισμένη, θα ’λεγα, σαν μια κυανόλευκη σημαία. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν χαρμόσυνα. Κι εμείς πια δεν περπατούσαμε, τρέχαμε, πετούσαμε… Όταν φτάσαμε στους πρώτους μαχαλάδες και στα σοκάκια της Σμύρνης, βλέπομε έναν κόσμο έξαλλο, ανάστατο, να τρέχει πέρα-δώθε, τις γριές με τα θυμιατήρια στις εξώπορτες να θυμιατίζουν και να σταυροκοπιούνται. Όλοι να κλαίνε και να δυσκολεύονται να μας απαντήσουν τι συμβαίνει. Οι άνθρωποι από τους μαχαλάδες του Αγίου Τρύφωνα, από τα Τράσιες, την Μπέλλα-Βίστα, το Παραλλέλι, τις Μεγάλες Ταβέρνες και τον Φραγκομαχαλά τρέχανε στη Μητρόπολη, που ήταν η καρδιά, ο παλμός και η ψυχή της Σμύρνης. Με κομμένη την αναπνοή μας φθάσαμε στο σπίτι. Μια λέξη μπόρεσαν να πουν: ΕΡΧΟΝΤΑΙ. Από τη συγκίνηση δεν μπορούσαν να μας μιλήσουν. Ο Ελληνικός Στρατός, ο Στόλος, ο «Αβέρωφ», ο «Λέων», η «Λήμνος», έρχονται να μας ελευθερώσουν. Κι εσάς, μας λένε, σας ζήτησαν να πάτε αμέσως στην «Ευσέβεια» (μέσα εκεί ήταν το κρυφό κέντρο των προσκόπων). Να φορέσετε φανερά, ελεύθερα, την προσκοπική σας στολή.
Αυτή την προσκοπική «Στολή» κρυφά την φορούσαμε, αλλά πόσο την τιμούσαμε. Την είχαμε φέρει από την Ελλάδα. Έως τώρα θυμάμαι τι μας στοίχισε: 35 δραχμές ή 7 μπαλκανότες. Μεταλίκι-μεταλίκι τα μάζευα για να τα κάνω μελλίτι και ύστερα «μπαλκανότα» για να πάρω τις 35 δραχμές. Ήθελα να την πάρω κρυφά και με δικά μου λεπτά για να με δούνε οι δικοί μου ξαφνικά Έλληνα πρόσκοπο. Όταν την πρωτόβαλα ήμουνα εγώ ολόκληρη η Ελλάδα.
Στην «Ευσέβεια» ο αρχηγός μας, της 4ης ομάδος, κ. Παπαδημητρίου, μας έδωσε οδηγίες. Το πρωί να είμεθα όλοι στο «Και», εμπρός στη Λέσχη των Κυνηγών.
Θα χρησιμοποιηθούμε σαν οδηγοί του Ελληνικού Στρατού. Τώρα κλαίω και λυπάμαι για τη χαμένη μου Σμύρνη, αλλά τότε κρυφοδάκρυζα, από χαρά και υπερηφάνεια. Όπως είμεθα, τρέξαμε στη Μητρόπολη, ούτε καρφίτσα δε χωρούσε στον αυλόγυρο της Αγίας Φωτεινής. Όλος αυτός ο κόσμος, έκλαιγε, γελούσε, ζητωκραύγαζε και ζητούσε να δει τον Μητροπολίτη της, τον Χρυσόστομο.
Και ό,τι που σε λίγο βγαίνει στο μπαλκόνι της Μητροπόλεως ο Σμύρνης Χρυσόστομος, έχοντας δίπλα του τον κυβερνήτη του «Λέοντος» Ηλ. Μαυρουδή, τον «Καθάση» με φουστανέλα και πολλούς δημογέροντες και προκρίτους της Σμύρνης. Στο χέρι του κρατούσε ένα χαρτί, το κουνούσε και το ’δειχνε στον κόσμο. Πέρασαν πάρα πολλά λεπτά για να μπορέσει να μιλήσει… «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα… ότι είδον οι οφθαλμοί μου».
Σταμάτησε, δεν μπόρεσε να συνεχίσει… Ο κόσμος βουβός έκλαιγε. Το χαρτί ήταν ένα τηλεγράφημα του πρωθυπουργού Βενιζέλου. Με προσπάθεια μεγάλη και με δάκρυα άρχισε να διαβάζει…
«Το πλήρωμα του χρόνου ήλθεν, ο Θεός μάς λυπήθηκε Χριστιανοί. Στήτε καλώς»… Και συνέχισε με λυγμούς: «Αύριον την πρωίαν 2 Μαΐου ο Ελληνικός Στρατός υπό τον συνταγματάρχην Ζαφειρίου Θα καταλάβει την Σμύρνην…». Ο κόσμος όλος έκλαιγε, έκαναν το σταυρό τους, πέρασε πολλή ώρα για να συνέλθουν. Ύστερα άρχισαν να τρέχουν προς όλους τους μαχαλάδες και τα χωριά, έτσι ακριβώς όπως τρέχουν μετά την Ανάσταση για να μεταφέρουν το άγιο φως…
Για πότε το ’μαθαν τα 15 ελληνοχώρια γύρω από τη Σμύρνη και κατέφθασαν με τα βαποράκια;
Από το Κορδελιό, του Παπά τη Σκάλα, τα Πετρωτά, την Αγία Τριάδα, το Μπαϊρακλί, από την Καραντίνα, το Καρατάσι, το Κοκάρ-Γιαλί και το Γκιος-Τεπέ. Με τα τραμβάλια και τα τοπικά τρένα, από το Βουντζά, το Βουρνά του Παραδείσου, το Σεβδίκιοϊ, τον Κουκλουντζά και το Καζαμίρ. Από τον επάνω Μαχαλά, τον Άγιο Γιάννη, από τον Άγιο Βουκόλο.
Αλλά τα βαποράκια, τα τοπικά τρένα, πώς μπορούσαν να χωρέσουν όλον αυτό τον κόσμο. Ούτε μπορούσαν να περιμένουν, τους εφαίνετο ότι τα τρένα πήγαιναν αργά, γι’ αυτό κατέβαιναν στη Σμύρνη με τα πόδια, τρέχοντας όλη τη νύχτα. Όλων τα μάτια ήταν στραμμένα στο πέλαγος. Περίμεναν πεντακόσια χρόνια και δεν μπορούν να περιμένουν να ξημερώσει… Μαζί με τον κόσμο κι εμείς, τρέξαμε όλοι στην παραλία και περιμέναμε να περάσει η νύχτα, κανείς δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδι.
Όλος ο κόσμος φωνάζει: Μα πότε θα ’ρθουν; Αβάσταχτη αυτή η μεγαλύτερη νύχτα της προσμονής. Τα παράθυρα, τα μπαλκόνια, τα καμπαναριά, τα δέντρα, ακόμα και τα φανάρια, ήταν γεμάτα ανθρώπους. Όλες οι βάρκες γεμάτες κόσμο, πάνε να προϋπαντήσουν το στόλο. Οι καμπάνες και οι καρδιές μας κοντεύουν να σπάσουν.
Όταν έφυγε η πρωινή άχνα φάνηκε στο βάθος ο θρυλικός «Αβέρωφ», ακολουθούσε το «Πατρίς» με το 34ο Ευζωνικό Σύνταγμα.
ΕΡΧΟΝΤΑΙ, ακούστηκε μια μυριόστομη φωνή… Το κλάμα δεν τους άφηνε να δούνε καθαρά… Πρώτος των πρώτων ο Χρυσόστομος με τα χρυσοποίκιλτα άμφιά του, όρθιος πάνω στην «Καρότσα» με το Σταυρό στο χέρι ευλογούσε τα ελληνικά όπλα. Ύστερα κατέβηκε, γονάτισε, και ευχαρίστησε τον Θεό. Αυτή είναι η ευτυχέστερη ημέρα της ζωής του. Δεν είναι ούτε πέντε μήνες που είχε επιστρέψει ο Χρυσόστομος στη Σμύρνη, ύστερα από τετραετή εξορία. Θυμάμαι τότε είχαμε πάει όλα τα σχολεία στο σταθμό του Χανέ για να πάρουμε μέρος στην αποθεωτική υποδοχή που του επιφύλαξαν οι Σμυρναίοι κατά την επάνοδό του από την εξορία. Και δεν ήταν παρά λίγες μέρες που ο πατέρας μου με πήρε από το χέρι και με πήγε για Πάσχα στην «Αγία Φωτεινή», για να δω τον Δεσπότη μας από κοντά. Τον βλέπω εμπρός στην ωραία Πύλη, με δέος και θαυμασμό, ολόχρυσα ντυμένο, με τα κηροπήγια στα χέρια· τον ακούω να ψέλνει: «Κύριε, Κύριε, επίβλεψον εξ ουρανού και ίδε…».[…]
Ο κόσμος άρχισε να φωνάζει: Μα γιατί αργούν;
Χιλιάδες μάτια δακρυσμένα βλέπουν τα πλοία να πλησιάζουν. Καθαρά φαίνονται οι τσολιάδες. Νά και η πολεμική ελληνική σημαία, όλος ο κόσμος μαζί με τον Χρυσόστομο ψέλνουν: «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια». Τι συγκινητική στιγμή, χιλιάδες μάτια δακρυσμένα βλέπουν για πρώτη φορά ευζώνους και την ένδοξη πολεμική ελληνική σημαία.
Όταν επλεύρισε το «Πατρίς», οι τσολιάδες δεν έβρισκαν πού να πατήσουν. Η ιωνική γη ήταν στρωμένη με χαλιά, μύρτα, δάφνες, μαργαρίτες, μυρτιές, κι έναν κόσμο γεμάτο αγάπη. Οι Σμυρνιωτοπούλες αγκάλιαζαν και φιλούσαν τους ηλιοκαμένους ελευθερωτές, προσφέροντάς τους τριαντάφυλλα, γλυκά, ποτά, αγάπη. Τα παιδιά τούς έραιναν με ροδοπέταλα. Οι Έλληνες στρατιώτες τα είχαν χάσει, αντίκριζαν έναν ενθουσιώδη, γεμάτο ελληνισμό, και μια ωραία πόλη, μεγαλύτερη από την Αθήνα, με ωραία κτήρια, θέατρα, κινηματογράφους, σχολεία, σαν την Ευαγγελική Σχολή, εκκλησίες, νοσοκομεία, ιδρύματα, ένα ωραίο κτήριο –το Κεντρικό Παρθεναγωγείο–, αθλητικούς συλλόγους σαν τον Πανιώνιο, τον Απόλλωνα, τον Πέλοπα, ελληνικές εφημερίδες, έναν ιππόδρομο και τόσα άλλα.
Και νά, κατεβαίνουν οι πρώτοι Έλληνες αξιωματικοί.
«Κατ’ εντολήν της Κυβερνήσεως προβαίνω εις την Στρατιωτικήν Κατάληψιν της Σμύρνης», γράφει στην προκήρυξη εκείνης της ημέρας, 2 Μαΐου 1919, ο μέραρχος συνταγματάρχης Νικόλαος Ζαφειρίου. Αυτή ήταν η Εορτή των Εορτών, όλος ο κόσμος κλαίει από αβάσταχτη χαρά.
Σε μια νύχτα γίναμε από Σκλάβοι Ελεύθεροι, από Ραγιάδες Έλληνες, Χριστιανοί.