Όταν οι τρεις νέοι, την Παρασκευή του Πάσχα, υπό το βάρος του θανάτου του ήρωα πιλότου μας σμηναγού Μπαλταδώρου έβαλαν την ελληνική σημαία σε πέντε νησάκια γύρω από τους Φούρνους, σε κεντρικό δελτίο ειδήσεων τηλεοπτικού σταθμού που ήμουν καλεσμένος είχε προηγηθεί τηλεοπτικό ρεπορτάζ όπου ο υπουργός Εξωτερικών, ο υπουργός Επικρατείας και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος και ένας βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος χαρακτήριζαν την κίνηση των τριών νέων ως άσκηση εξωτερικής πολιτικής.
Θεωρώ ότι η δήλωση αυτή δεν είναι απλά άστοχη αλλά εξαιρετικά επιβλαβής για τα εθνικά μας συμφέροντα, αφού χαρακτηρίζοντας την τοποθέτηση της σημαίας στα νησάκια αυτά άσκηση εξωτερικής πολιτικής στην ουσία υιοθετείς την άποψη της Τουρκίας ότι είναι αμφισβητούμενα και βάζεις κι εσύ με τη σειρά σου το χεράκι σου –ή μάλλον τη γλώσσα σου– για να βαφτούν γκρίζα.
Η κατάσταση δε γίνεται ακόμα πιο επικίνδυνη και επιβλαβής αν σκεφτεί κανείς ότι τα νησάκια τα οποία θεώρησαν ότι εμπίπτουν στον τομέα άσκησης εξωτερικής πολιτικής, ενέργειες όπως των προαναφερόμενων τριών νέων είναι στον ίδιο κατάλογο και δίπλα-δίπλα με τους Φούρνους.
Άρα, με τις δηλώσεις τους οι προαναφερθέντες πολιτικοί, ασχέτως του τι επιδίωκαν, στην ουσία γκρίζαραν και τους Φούρνους.
Πάνω σ’ αυτήν τη βάση, ως άνθρωπος που έχει αγωνιστεί με μεγάλο κόστος και κάτω από εξαιρετικά δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες για τα νησιά του Αιγαίου και πάντα με καλή προαίρεση, είπα κατά λέξη τα εξής στο δελτίο ειδήσεων: «Η Τουρκία θα συνεχίσει να διεκδικεί και να εφαρμόζει τον στρατηγικό της σχεδιασμό για το Αιγαίο, γι’ αυτό πρέπει να είμαστε έτοιμοι, και θα έλεγα ότι οι πράξεις όπως αυτών των δύο-τριών νεαρών στους Φούρνους ασφαλώς και πρέπει να μας προβληματίσουν, όμως το να σηκώνει κανείς μια σημαία στην πατρίδα του δεν νομίζω να είναι πράξη εξωτερικής πολιτικής. Και θα έλεγα ότι η Σχολή Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών καλό θα είναι να κάνει μαθήματα στους πολιτικούς να μάθουν να κάνουν δηλώσεις».
Την επόμενη μέρα, σε πρωινή εκπομπή, ο παρουσιαστής έδειξε αυτό το απόσπασμα σε πολιτικούς και δημοσιογράφους που ήταν στο πάνελ και ζήτησε το σχόλιό τους. Ο γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κυβερνώντος κόμματος, έκανε το εξής σχόλιο: «Με ποια θεσμική ιδιότητα μιλάει ο κ. Καλεντερίδης; Από την καλή του διαχείριση στην υπόθεση Οτζαλάν; Θεωρείται επιτυχία; Γιατί βλέπουμε να κάνει και μαθήματα. Έχει επιτυχίες;».
Σε κάποιο σημείο παρενέβη και μια δημοσιογράφος και είπε ότι «ο κ. Καλεντερίδης κουβαλάει στις πλάτες του μια από τις πιο επικίνδυνες, τις πιο ταπεινωτικές και τις πιο ακατανόητες φάσεις που ζήσαμε».
Δεν θα κρίνω ούτε τον γραμματέα της ΚΟ του κυβερνώντος κόμματος, ούτε την δημοσιογράφο. Ο κόσμος ξέρει πολύ καλά ποιος είναι τι σ’ αυτήν τη χώρα και τι αντιπροσωπεύει.
Και οι υπηρεσίες του ελληνικού κράτους έχουν καταγεγραμμένο το ποιος πέτυχε τι και δεν χρειάζεται να το κάνουμε βούκινο.
Απλώς, έτσι, για να καταδείξω τη σήψη, τον ξεπεσμό και την αθλιότητα που επικρατεί στο πολιτικό και δημοσιογραφικό σκηνικό, θα ήθελα να παραθέσω τμήμα αναφοράς που είχε την ευγενή καλοσύνη να κάνει για το πρόσωπό μου στο βιβλίο του Παρακαταθήκες Αετών ο πτέραρχος Παναγιώτης Μπαλές, υπό τις διαταγές του οποίου είχα την τύχη να υπηρετήσω στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών:
«Σάββας Καλεντερίδης: Αξιωματικός υψηλών επιδόσεων, προικισμένος με εξαιρετικά επιχειρησιακά και διοικητικά προσόντα, γλωσσομαθής, που εργάσθηκε άψογα και έφερε σε πέρας επιτυχώς όλες τις αποστολές που του ανετέθησαν. Εργάστηκε αθόρυβα, με πρωτόγνωρη ευρηματικότητα, θέτοντας αλλεπάλληλες φορές σε κίνδυνο τη δική του ζωή αλλά και της οικογένειάς του, προσφέροντας εξαιρετικά πολύτιμες πληροφορίες για την εθνική ασφάλεια της Πατρίδος μας.
»Και όλα αυτά κινούμενος χωρίς ίχνος φόβου σε ένα απολύτως εχθρικό περιβάλλον –την περίοδο εκείνη οι σχέσεις της χώρας μας με την Τουρκία ήταν πολύ τεταμένες– χωρίς να επιδιώκει την προβολή και χωρίς να στοχεύει στην υπηρεσιακή του ανέλιξη.
»Ο Σάββας Καλεντερίδης είναι ένας ιδεολόγος και οραματιστής αξιωματικός, ακούραστος και ανεξάντλητος και θεωρώ πως το γεγονός ότι η Υπηρεσία τον ενέπλεξε σε μια αποστολή που ήταν βέβαιο εξ αρχής πως θα αποτύχει, οδήγησε στη δημιουργία ασφυκτικών συνθηκών που τον οδήγησαν σε παραίτηση. Αξιοσημείωτη είναι η ψυχραιμία και το καθαρό μυαλό με το οποίο χειρίστηκε την Υπόθεση Οτζαλάν, στο Ναϊρόμπι, που ξέπλυνε μέρος της ντροπής από το όνειδος της παράδοσης ενός ικέτη στα χέρια των διωκτών του και μάλιστα των Τούρκων. Τα όσα επακολούθησαν και τα βέλη που εστράφησαν εναντίον του από τους πρωταγωνιστές της παράδοσης Οτζαλάν στους Τούρκους, του έκλεισαν όλους τους δρόμους και τον εξανάγκασαν σε παραίτηση, εξέλιξη που σηματοδότησε μια μεγάλη απώλεια για το Στράτευμα, στο οποίο η πορεία του προδιαγραφόταν λαμπρή. Επειδή ο όλος χειρισμός από πλευράς Υπηρεσίας ήταν τουλάχιστον ατυχής και εξαιρετικά οδυνηρός και βλαπτικός για τον ίδιο, εύχομαι σύντομα η Πολιτεία, απονέμοντας δικαιοσύνη, να τον αποκαταστήσει στον βαθμό που δικαιούται. Τέλος, θεωρώ επιβεβλημένη –και προτείνω προς τούτο την ανάληψη σχετικής πρωτοβουλίας εκ μέρους των τότε προϊσταμένων του Αρχηγών ΓΕΣ, που γνωρίζουν την προσφορά του στην Πατρίδα– στην οποία πρωτοβουλία μετ’ ευχαριστήσεως, και με την άδειά τους βέβαια, θα μπορούσε να συμμετάσχει και ο γράφων».
Μετά απ’ όλα αυτά είναι να αναρωτιέται κανείς πόσο πιο χαμηλά θα πέσει αυτή η χώρα, με τους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους να σέρνονται στο βούρκο της αθλιότητας, του ψεύδους, της απάτης και της ανυποληψίας.
Πόσο πιο χαμηλά;