Από χθες η Τουρκία άρχισε ένα νέο σίριαλ με τη νησίδα Μικρός Ανθρωποφάγος, κλιμακώνοντας τις διεκδικήσεις και την πολιτική της στο Αιγαίο που είναι σαφής. Αναζητά αφορμή για κάνει το επόμενο βήμα. Μέχρι προχθές ο Μικρός Ανθρωποφάγος ανήκε, απλώς, στις βραχονησίδες που αμφισβητούσε η Τουρκία. Χθες, σύμφωνα με όσα ισχυρίζεται η Άγκυρα, στρατιώτες της κατέβασαν την ελληνική σημαία την οποία ανήρτησαν νεαροί για να τιμήσουν τον πιλότο που σκοτώθηκε πριν λίγες ημέρες.
Πέραν των όσων λέει η Τουρκία, υπάρχει ένα πρόβλημα το οποίο αξίζει να το επισημάνουμε και να δούμε τι κάνουμε. Πώς αντιμετωπίζουμε μια επιθετικότητα της γειτονικής χώρας.
Το πρόβλημα συνίσταται στο εξής: Η Τουρκία έχει κατονομάσει 18 νησιά και νησίδες και αμφισβητεί ότι ανήκουν στην Ελλάδα. Η Ελλάδα δεν συμφωνεί με την τουρκική θέση και ισχυρίζεται ότι με τις διάφορες συμφωνίες που έχουν υπογραφεί, τα νησιά και οι νησίδες της ανήκουν. Αλλά αποφεύγει να εκδηλώσει με σύμβολα ή με άλλον τρόπο αυτή την κυριαρχία, διότι θα θεωρηθεί πρόκληση από τη γειτονική χώρα και ενδεχομένως να υπάρξει θερμό επεισόδιο.
Η Αθήνα δεν ομολογεί ότι αυτός είναι ο λόγος της αυτοσυγκράτησής της.
Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει είναι: πώς ασκείς κυριαρχία όταν δεν μπορείς να την αποδείξεις με τα σύμβολά σου; Προφανώς η απάντηση είναι «αν θέλω τα αναρτώ, άρα την αποδεικνύω, αλλά δεν θέλω». Έτσι, όλοι είναι ευχαριστημένοι. Είναι, όμως;
Η Τουρκία δεν προχωρά περαιτέρω όσο η Ελλάδα δεν κάνει τις κινήσεις που προαναφέραμε. Και εδώ παρεμβαίνει η κατευναστική σχολή σκέψης την οποία εξέφρασε με άρθρο του στην Καθημερινή της Κυριακής ο ομότιμος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρήστος Ροζάκης.
Με λίγα λόγια ο Χρ. Ροζάκης λέει στο άρθρο του: αφού δεν προχωρά περισσότερο η Τουρκία, ας ακολουθήσουμε κατευναστική πολιτική. Σε τι συνίσταται η πολιτική αυτή; Διάλογος ή προσφυγή σε διεθνή όργανα και θεσμούς όπως η ΕΕ και ο ΟΗΕ.
Θα είχε ενδιαφέρον να διαβάσουμε από έναν καθηγητή του κύρους του Χρήστου Ροζάκη πώς μπορεί με την προσφυγή σε διεθνείς οργανισμούς να διεκδικήσει η Ελλάδα αυτά που πιστεύει πως της ανήκουν βάσει διεθνών συνθηκών. Δεν επεκτείνεται, όμως, στο άρθρο. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν έχει κάποιες προτάσεις να κάνει. Προφανώς και έχει, και αν χρειαστεί θα τις διατυπώσει. Αλλά ποιος εγγυάται ότι η Άγκυρα θα σεβαστεί τις διαδικασίες της διεθνούς νομιμότητας;
Η Τουρκία επιδιώκει αυτό που ο Ερντογάν κατέστησε σαφές με της δηλώσεις του: Διάλογο για αναθεώρηση της Συνθήκης της Λοζάνης και, προφανώς, και των άλλων συνθηκών που πιστεύει πως δεν την ευνοούν. Και οι κινήσεις της εκεί κατατείνουν. Εκβιασμός και πίεση για να καθίσει η Ελλάδα στο τραπέζι. Το οποίο η Άγκυρα, βλέποντας μια Αθήνα φοβισμένη, έχει γεμίσει από αιτήματα.
Η Αθήνα έχει αποδεχθεί το διάλογο αλλά και έχει περιορίσει σ’ αυτόν και στην προσφυγή σε διεθνείς θεσμούς τις κινήσεις της. Κάτι που δεν φαίνεται να αποδίδει.
Ο αντίλογος, βεβαίως, είναι πως με την τακτική αυτή δεν χάσαμε –ακόμη– τίποτε. Είναι έτσι, ή η απώλεια κύρους και αξιοπιστίας από τη χώρα βαραίνει στο πολιτικό και οικονομικό ισοζύγιο της περιοχής;
Η Ελλάδα με την πολιτική που ακολούθησε είχε δύο εργαλεία διαχείρισης της τουρκικής προκλητικότητας. Την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι μπορούν να της αποδώσουν ασφάλεια. Το ΝΑΤΟ το δήλωσε ρητώς ότι δεν το αφορά η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση. Η ΕΕ δεν είναι καθόλου σίγουρο πως εξακολουθεί να αποτελεί προορισμό για την Τουρκία. Η Άγκυρα ενδιαφέρεται να παίρνει χρήματα από την Ένωση και αυτό το επιτυγχάνει, ούτως ή άλλως. Άρα η Αθήνα κάτι άλλο πρέπει να αναζητήσει. Και αυτό το άλλο, ακόμη και αν ακολουθήσει κατευναστική πολιτική, είναι η αύξηση της αποτρεπτικής δύναμης των Ενόπλων Δυνάμεων.
Όπως όλα με την κρίση, έτσι και ο στρατός έχει εγκαταλειφθεί. Τόσο η σύλληψη των δύο στρατιωτικών στον Έβρο όσο και ο εμβολισμός του λιμενικού στα Ίμια και η πτώση του Μιράζ, δείχνουν στρατιωτική αδυναμία. Κακά τα ψέματα. Επιπλέον, η ελληνική κοινωνία έχει καταστεί μαλθακή και η κυρίαρχη αντίληψη στους θεσμούς του ελληνικού κράτους είναι η αποδομητική. Τη στιγμή, μάλιστα, που στον υπόλοιπο κόσμο επαναδιατυπώνεται η έννοια του εθνικού κράτους.
Ποια λοιπόν μπορεί να είναι η λύση στο θέμα της διατήρησης της εδαφικής ακεραιότητας και του κύρους της χώρας;
Διπλωματική ευελιξία με το διάλογο αλλά και ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμης των Ενόπλων Δυνάμεων με έξυπνα όπλα.
Θα συνεχίσουμε να ματώνουμε οικονομικά, ναι. Αλλά η ασφάλεια, δυστυχώς, κοστίζει. Και κοστίζει ακριβά. Διαφορετικά θα σερνόμαστε και θα γινόμαστε διεθνής περίγελως.