Σε προηγούμενο κείμενο κάναμε αναφορά στις ομοιότητες της στρατηγικής του Ερντογάν με εκείνη του Χίτλερ, καθώς και στις ομοιότητες της στρατηγικής των πραγματικών ή δυνητικών αντιπάλων τους. Στο παρόν κείμενο στεκόμαστε σε μια άλλη μεγάλη μορφή της εμπράγματης στρατηγικής και της γερμανικής ιστορίας, τον Όττο Φον Μπίσμαρκ.
Ο Μπίσμαρκ υπήρξε ο θεμελιωτής της ενοποιημένης Γερμανίας, αλλά και μια σπουδαία ηγετική προσωπικότητα η οποία ήξερε να ελίσσεται και να συγκρατείται.
Είχε βαθιά γνώση των γεωπολιτικών δεδομένων και πώς αυτά έθεταν συγκεκριμένα όρια στις γερμανικές επιδιώξεις, και αναφέρομαι προφανώς στην περίφημη ανάλυση περί «Μεσευρώπης» (Mitteleuropa) ως ενός χώρου διαχρονικά συμπιεζόμενου από τον ρωσικό και τον γαλλικό παράγοντα, αλλά και τον αυστριακό έως τη γερμανική ενοποίηση. Υπ’ αυτό το πρίσμα χάραζε στρατηγική με βάση τη μη πρόκληση αντισυσπειρώσεων από τους ανταγωνιστές του, έως ότου η Πρωσία καταστεί ο πανίσχυρος πόλος της ηπειρωτικής Ευρώπης, πλέον ως Γερμανία.
Η σειρά των γεγονότων καταμαρτυρά του λόγου το αληθές: Συνεργάζεται με τους Ρώσους για την καταστολή των πολωνικών εξεγέρσεων του 1863, ισχυροποιεί το εσωτερικό του οικονομικά, κοινωνικά και τεχνολογικά με την ανάπτυξη των σιδηροδρόμων, συνδιαλλάσσεται με τον προαιώνιο γαλλικό εχθρό για να τον καθησυχάσει ενόψει του αυστροπρωσικού πολέμου (1865), νικά την Αυστρία αλλά αρνείται να καταλάβει τη Βιέννη ερχόμενος σε σύγκρουση με τη στρατιωτική ελίτ της χώρας του γιατί δεν ήθελε να προκαλέσει φόβο στους μείζονες αντιπάλους του (Γαλλία, Ρωσία), προωθεί υπογείως τα συμφέροντά του όσον αφορά τη διαδοχή στον ισπανικό θρόνο, και τέλος νικά τη Γαλλία αλλά δεν καταλαμβάνει το Παρίσι (1871) όπως θα μπορούσε να είχε πράξει.
Μια άσκηση ισορροπιών αποτυπώνουν τα παραπάνω, με άξονα την τελική αύξηση της γερμανικής ισχύος.
Δεδομένης της θέσης του Βερολίνου εν τω μέσω των ανταγωνισμών μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων –χωρίς να εξαιρείται η βρετανική προβολή ναυτικής ισχύος στην περίμετρο της Ευρασίας–, η πλέον συνετή στρατηγική για την εμπέδωση της εσωτερικής συνοχής και την ενσωμάτωση εδαφών συμπυκνωνόταν στο σεβασμό της ισορροπίας ισχύος. Η στρατηγική του Μπίσμαρκ δεν έχει βρει πολλούς μιμητές στο ρου της ιστορίας, και γι’ αυτό διδάσκεται ως μοναδικό παράδειγμα επιτυχούς υλοποίησης στρατηγικών επιδιώξεων δίχως την πρόκληση αντισυσπειρώσεων εκ μέρους των αντιπάλων.
Κλασικό παράδειγμα προς αποφυγή –και άρα αντίθετο προς την αυτοσυγκράτηση του Μπίσμαρκ– αποτελούσε ο Χίτλερ. Ενδεικτικά, στο βιβλίο του Ο αγών μου υπογράμμιζε ότι η Γερμανία όφειλε να αποφύγει τη δημιουργία δύο μετώπων σε έναν ενδεχόμενο πανευρωπαϊκό πόλεμο, καθώς αυτό της στοίχισε τη νίκη στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τελικά, ο Χίτλερ προκάλεσε το ξέσπασμα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και άνοιξε δύο μέτωπα κηρύττοντας πόλεμο στον έως τότε σύμμαχό του, Ιωσήφ Στάλιν! Μάλιστα, προς το τέλος του 1941, κήρυξε τον πόλεμο και στις ΗΠΑ χωρίς να έχει πρώτα «κλείσει» τα υπόλοιπα μέτωπα.
Εξηγήσεις υπάρχουν για όλα, αλλά δεν υπάρχει το περιθώριο να επεκταθούμε σε ένα άρθρο. Επί της παρούσης, μας ενδιαφέρει ποιο παράδειγμα μιμείται ο Ερντογάν.
Τα διακυβεύματα είναι ίδια: εδαφική επέκταση, δήθεν προστασία μειονοτήτων στο εξωτερικό, εμπέδωση εσωτερικής συνοχής, εξισορρόπηση της διαπάλης μεταξύ των ελίτ στο εσωτερικό, κατοχή κεντρικής γεωπολιτικής θέσης επί του χάρτη, αναγκαιότητα ακροβασιών μεταξύ υπέρτερων δυνάμεων. Το ζήτημα είναι σε τι βαθμό ο Ερντογάν έχει καταφέρει να θωρακίσει το εσωτερικό, δεδομένης της ύπαρξης μεγάλης εθνικής μειονότητας (Κούρδοι) και αν έχει προβεί στις αναγκαίες διεθνείς συμμαχίες.
Η απουσία των δύο αυτών προαπαιτουμένων και οι αδέξιες κινήσεις στις παρυφές των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων δεν δημιουργούν συνθήκες αισιοδοξίας για τα τουρκικά εγχειρήματα. Η πρόσφατη επικράτηση στο Αφρίν μάλλον στέλνει εσφαλμένα μηνύματα στην Άγκυρα και την ωθεί σε μια υπερεξάπλωση την οποία συστηματικά και συνειδητά απέφυγε ο Μπίσμαρκ (και δεν απέφυγε η Ελλάδα στη Μικρά Ασία, θα προσέθετα).